Είδαμε και προτείνουμε: Η Μονίκ Δραπετεύει στο Θέατρο Οδού Κεφαλληνίας


Η παράσταση Η Μονίκ Δραπετεύει, βασισμένη στο εξομολογητικό κείμενο του Εντουάρ Λουί, έρχεται να φωτίσει μια σχέση τόσο οικουμενική όσο και δύσκολη: τη βαθιά, συχνά αντιφατική σύνδεση ανάμεσα στη μητέρα και τον γιο. Το έργο μεταφέρει στη σκηνή εκείνο το νυχτερινό τηλεφώνημα που χωρίζει μια ζωή στα δύο, ένα κάλεσμα για σωτηρία, αλλά και μια πρόσκληση για αναμέτρηση με δεκαετίες σιωπών.

Από τα πρώτα λεπτά, γίνεται φανερό πως η παράσταση δε μιλά απλώς για μια γυναίκα που δραπετεύει από μια κακοποιητική σχέση. Μιλά για τη Μονίκ που δραπετεύει από μια ολόκληρη ζωή, από τις επιλογές που δεν έκανε, από τις ευκαιρίες που δεν της δόθηκαν, από τις ενοχές που της φόρτωσαν. Κυρίως όμως μιλά για έναν γιο που προσπαθεί να γίνει σωτήρας, χωρίς να καταλάβει πως πολλές φορές η σωτηρία μοιάζει ύποπτα με εξουσία.

Όπως και στη λογοτεχνική του πορεία, ο Λουί μεταφέρει εδώ το αλλεπάλληλο τραύμα που κληρονομείται από γενιά σε γενιά. Στα προηγούμενα βιβλία του, από το Να τελειώνουμε με τον Εντύ Μπελγκέλ έως το Ποιος σκότωσε τον πατέρα μου, ο πατέρας του υπήρξε μια μόνιμη παρουσία βίας, αλκοολισμού, κοινωνικού αποκλεισμού και ανείπωτης ντροπής. Η ομοφυλοφιλία του Λουί, κάτι που ο πατέρας δεν αποδέχθηκε ποτέ, στάθηκε η ρωγμή μέσα από την οποία αναδύθηκαν και τα πιο ωμά βιώματα κακοποίησης της μητέρας.

Στη Μονίκ, όμως, ο φακός μετατοπίζεται. Δεν κοιτά πια την τραυματική πατρική φιγούρα ως κέντρο· κοιτά την προσπάθεια του Λουί να ξαναδιαβάσει τη μητέρα του. Να δει τη γυναίκα που βρίσκεται πίσω από τον ρόλο, πίσω από την αντοχή, πίσω από την υπομονή που συχνά μοιάζει με εγκατάλειψη του ίδιου της του εαυτού. Και το κάνει με την ευαισθησία μιας αγάπης που δεν παύει να είναι θυμωμένη, και με τον θυμό μιας αγάπης που δεν καταλαγιάζει ποτέ.

Η σκηνοθετική επιλογή να συναντηθούν οι δύο σε ένα εικοσιτετράωρο φαστφουντάδικο, σε μια ώρα που τίποτα δεν ανήκει σε κανέναν, δημιουργεί έναν χώρο προσωρινής αλήθειας. Έναν χώρο όπου η κούραση της νύχτας χαλαρώνει τις άμυνες και φέρνει στο τραπέζι όσα δεν ειπώθηκαν ποτέ: τον φόβοτην κακοποίησητην ομολογία της ενοχήςτη διεκδίκηση της δικής του, αλλά και της δικής της, ελευθερίας.

Το έργο θέτει καίρια ερωτήματα που δεν απαντώνται εύκολα: Τι σημαίνει ελευθερία όταν ποτέ δεν έμαθες να την απαιτείς; Μπορεί ένας γιος να βοηθήσει τη μητέρα του χωρίς να της φορέσει μια νέα μορφή εξάρτησης; Και κυρίως: υπάρχει κάθαρση όταν ανοίγεις τα συρτάρια του παρελθόντος ή απλώς μαθαίνεις να ζεις με όσα βρίσκεις μέσα;

Η παράσταση δεν προσπαθεί να δώσει λύσεις. Προσπαθεί να δώσει χώρο. Χώρο στη Μονίκ να ξανασυστήσει τον εαυτό της. Χώρο στον Εντουάρ να δει τη μητέρα του πέρα από τις πληγές της παιδικής του ηλικίας. Και χώρο στο κοινό να αναρωτηθεί για την ίδια του τη σχέση με τους γονείς, αυτή την «κουβέντα που οφείλουμε», όπως σημειώνεται σκηνοθετικά. 

Με λόγο λιτό, σχεδόν εξομολογητικό, η παράσταση μετατρέπει μια προσωπική ιστορία σε συλλογικό κάλεσμα. Μας θυμίζει ότι η οικογένεια είναι πάντοτε ένα πεδίο πάλης, τρυφερό αλλά και βαρύ, ένα τοπίο όπου όλοι κουβαλούν κάτι που τους πονάει. Και κάπου μέσα σε αυτό, η δραπέτευση, η πραγματική δραπέτευση, δεν είναι ποτέ μόνο από κάποιον άλλον. Είναι πάντοτε και από τον ίδιο τον εαυτό.

Η Μονίκ Δραπετεύει είναι μια παράσταση που μιλάει ψιθυρίζοντας. Και οι ψίθυροι, όταν μιλούν για μάνα και γιο, συχνά ακούγονται πιο δυνατά από κάθε κραυγή.


Ομάδα OpenMind

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Είδαμε και προτείνουμε: «Οδύσσεια» από τον Μικρό Βορρά Μια παράσταση–ταξίδι

Ακούσαμε και προτείνουμε: «Όταν η φωνή παίρνει τον χώρο: Η Νικολέττα Φιλιππάκη σε μια βραδιά χωρίς άμυνες»

Είδαμε και προτείνουμε: Ύβρις Μια Παράσταση του Νίκου Τουλιάτου για ένα Ρυθμοποιητικό Θέατρο με την ομάδα Ηχοποιοί

Είδαμε και προτείνουμε: «Δεσμώτης» της Νατάσας Σίδερη

Μαρία Φεγγάρη: "Το βιβλίο γράφτηκε από μια προσωπική μου ανάγκη να ακολουθήσω ένα μονοπάτι εσωτερικής ενδοσκόπησης".