Αρτεμις Γρύμπλα: "Έχω την αίσθηση ότι όλες οι παραστάσεις και εντέλει όλα τα έργα, ακόμα και με πολύ διαφορετική θεματολογία, μιλούν με ένα τρόπο για την θνητότητα".

Η ποίηση και η μουσική συναντιούνται σε μια ιδιαίτερη σκηνική εμπειρία στην παράσταση Περασμένος Χρόνος, όπου η Άρτεμις Γρύμπλα, μαζί με τους μουσικούς Δημήτρη και Σωκράτη, δημιουργούν έναν χώρο αλληλεπίδρασης συναισθημάτων, εικόνων και ήχων.

Μέσα από την ερμηνεία της, η ηθοποιός εξερευνά την απόδοση της ποίησης στη σκηνή, αναζητώντας την ισορροπία μεταξύ μορφής και περιεχομένου, με βασικό άξονα τη μουσική. Η έννοια του χρόνου και η θνητότητα διατρέχουν το έργο, αλλά και την ίδια την τέχνη, ως μια διαρκή ανθρώπινη διαπραγμάτευση με το εφήμερο.

Σε αυτή τη συζήτηση, η Άρτεμις Γρύμπλα μιλά για την πρόκληση της αφαιρετικής αφήγησης, τη δυναμική της σχέσης ηθοποιού και θεατή, τον αυτοσχεδιασμό στη σκηνή, αλλά και τη μοναδική συνομιλία της ποίησης με τη jazz μουσική. Μια παράσταση που, όπως λέει η ίδια, δεν επιδιώκει να εξηγήσει αλλά να δημιουργήσει ένα ταξίδι αισθήσεων, αφήνοντας το κοινό να βυθιστεί στον κόσμο που χτίζουν οι λέξεις και οι ήχοι.

Ποιες προκλήσεις συναντήσατε στην απόδοση της ποίησης μέσα από τη σκηνική σας παρουσία;

Έχει πολύ ενδιαφέρον η διαχείριση των τόσο συμπυκνωμένων νοημάτων που περιέχουν τα ποιήματα, και η σκηνική ισορροπία που εξερευνούμε μεταξύ φόρμας και περιεχομένου, με βάση την μουσική. 

Η παράσταση μιλά για τον χρόνο και τη θνητότητα. Πώς βιώνετε εσείς προσωπικά αυτά τα θέματα μέσα από την τέχνη; 

Έχω την αίσθηση ότι όλες οι παραστάσεις και εντέλει όλα τα έργα, ακόμα και με πολύ διαφορετική θεματολογία, μιλούν με ένα τρόπο για την θνητότητα. Σαν να είναι η τέχνη το αποτέλεσμα της διαπραγμάτευσης του ανθρώπου με την θνητότητα του, όπως ακριβώς και οι θρησκείες. Κάπως έτσι κι εγώ, αναμετριέμαι συχνά με τον τρόμο, με χιούμορ και απελπισία, μοιράζοντας τον με όσους μοιράζομαι και την σκηνή.

Πώς επηρεάζει η μουσική την ερμηνεία σας; Πόσο διαφορετικά θα ήταν τα ίδια ποιήματα χωρίς αυτή τη μουσική συνοδεία;

Η μουσική δημιουργεί τον χώρο μέσα στον οποίο υπάρχουν τα ποιήματα και μετά συνθέτει παρέα με τον λόγο τους κόσμους που προκύπτουν απ’ τις εικόνες. Ένα ποίημα είναι από μόνο του ένα ολόκληρο σύμπαν, αλλά στην περίπτωση του πεπερασμένοι χρόνου, τα ποιήματα και η μουσική αλληλοσυμπληρώνονται στην κατασκευή μιας εμπειρίας.


Πόσο δύσκολο είναι να δημιουργηθεί ένας συναισθηματικός δεσμός μεταξύ ηθοποιού και θεατή μέσα από μια τέτοια αφαιρετική παράσταση;

Δεν είναι δύσκολο νομίζω, χρειάζεται απλώς να αφεθούν και οι δύο μεριές στις αισθήσεις τους, και να μην εκλογικεύουν κάθε δράση, ήχο ή εικόνα.

Πώς είναι η συνεργασία σας με τους μουσικούς επί σκηνής; Υπάρχει αυτοσχεδιασμός ή είναι όλα προκαθορισμένα;

Υπάρχει μια συγκεκριμένη δομή που ακολουθούμε, αλλά ταυτόχρονα, μεγάλη ελευθερία και εμπιστοσύνη στην από κοινού, αυτοσχεδιαστική δημιουργία εικόνων και αισθήσεων. Ακούγοντας ο ένας τον άλλο, ακολουθούμε ή οδηγούμε τον κόσμο που χτίζεται, ανάλογα την στιγμή.

Υπάρχει κάποιο ιδιαίτερο μήνυμα που θέλετε να αφήσετε στους θεατές μέσα από την ερμηνεία σας;

Θα ήθελα μέσα απ’ το σύνολο της περφόρμανς, να μπορέσουν να επικοινωνήσουν με τον κόσμο που δομούν η ποίηση και η μουσική, να νιώσουν ότι έχουν μπει σε ένα ταξίδι, έχουν κάνει παρέα μας μια διαδρομή, απ’ το χάος που σε γεννά, στο χάος που σε τελειώνει.

Ποιο θεωρείτε ότι είναι το πιο δυνατό στοιχείο αυτής της παράστασης που την κάνει να ξεχωρίζει;

Η μουσική του Δημήτρη και του Σωκράτη, ο τρόπος που επικοινωνούν και γεμίζουν τον χώρο με τον ήχο και την αισθητική τους. 


Της Αλεξίας Βλάρα, 18/03/2025

 


Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Μαρία Γεωργαλά-Καρτούδη: "Η ποίηση για μένα απαλύνει τον πόνο, είναι μια ψευδαίσθηση ότι αν βάλω λέξεις να αγκαλιάσουν τη μοναξιά και την απώλεια, αυτές θα πονάνε λιγότερο".

Ηλίας Καρακωνσταντάκης: "Όλα καταλήγουν στο πρέπει, χωρίς να υπάρχει το θέλω να ζήσω έτσι".

Δημήτρης Μανιάτης: "Η δουλειά μου ως δημοσιογράφου με βοηθά στην πεζογραφία μόνον ως προς το σκέλος της καταγραφής, της παρατήρησης ή της τεκμηρίωσης στοιχείων".

Ελένη Καλαντζή: "Ο σκοπός μου είναι καθαρά εγωιστικός, να θυμάμαι πράγματα που νιώθω ότι θα ξεχάσω με το πέρασμα του χρόνου, με τον ίδιο τρόπο ακριβώς που κάποιος βγάζει φωτογραφίες ό,τι φοβάται περισσότερο να χάσει".