Δημήτρης Μανιάτης: "Η δουλειά μου ως δημοσιογράφου με βοηθά στην πεζογραφία μόνον ως προς το σκέλος της καταγραφής, της παρατήρησης ή της τεκμηρίωσης στοιχείων".
Ο Δημήτρης Μανιάτης, μέσα από το βιβλίο του Η Καγκέλω, μας παρασύρει σε δώδεκα στιγμές ωμής, αστικής ποίησης, όπου το παρελθόν και το παρόν συγκρούονται σε δρόμους, δωμάτια και μνήμες. Με μια γραφή που ισορροπεί ανάμεσα στο ρεαλιστικό και το μυστηριώδες, ανασύρει εικόνες από την Πατησίων μέχρι τη Μύκονο, από ένα λαϊκό τραγουδιστή που πετάει μέχρι τη σκιά του Καζαντζίδη. Σε αυτή τη συνέντευξη, μιλάμε για τις ιστορίες, τις εμμονές και τα πρόσωπα που στοιχειώνουν τις σελίδες του.
1. Τι σας ενέπνευσε να γράψετε τη συλλογή διηγημάτων Η Καγκέλω; Υπάρχει κάποια πραγματική ιστορία ή εμπειρία πίσω από το βιβλίο;
Άθροισμα παρατηρήσεων, σκέψεων και ερεθισμάτων. Το ομώνυμο που έδωσε και τον τίτλο του βιβλίου μου ήταν αυτό που επιτάχυνε και τις άλλες ιστορίες που είχα μέσα μου, που επωάζονταν μέσα μου και που τελικά οδηγήθηκαν στην μικρή φόρμα του διηγήματος- μικροδιηγήματος. Μια αλληλουχία επίσης βιωμάτων, από ματαιώσεις, πείσματα μέχρι αλλόκοτα πράγματα που μου έχουν κατά καιρούς συμβεί αποτέλεσαν την στέρεη βάση που πάτησα ή χόρεψα για να γράψω. Πραγματικές ιστορίες υπάρχουν σαφώς κάτω από τον φλοιό πολλών ιστοριών αλλά όταν γράφεις πιστεύω, ρευστοποιείς την αλήθεια με τον μύθο. Οπότε δεν θυμάμαι τι έχει ακριβώς συμβεί. Ή μάλλον θυμάμαι αλλά δεν έχει νόημα να πω αγαπητή Αλεξία.
2. Ο τίτλος του βιβλίου είναι αρκετά μυστηριώδης. Ποια είναι η «Καγκέλω» και τι συμβολίζει μέσα στη συλλογή σας;
Πιάνουμε το νήμα από την
προηγούμενη ερώτηση και σας ευχαριστώ που μου δίνετε την ευκαιρία. Είναι
επινοημένο πρόσωπο η Καγκέλω. Μια τρανς του 60.. Με την τότε ρευστοποιημένη και
διάχυτη ομοερωτική κουλτούρα των συνοικιών, θα λεγόταν αγορίτσι ή τραβεστί. Την
επινόησα όπως και όλη την ιστορία, αφού εδώ και καί μελετώ και με βασανίζει το
πρώτο κέντρο παρενδυτικών στην Αθήνα. η περίφημη Χαβάη κάτω από το Περοκέ.
Χρωστάμε το στόρι του κέντρου στον μεγάλο μας συγγραφέα Θανάση Σκρουμπέλο που
το αναπαριστά, το αναβιώνει στο μυθιστόρημά του Μπλε Καστόρινα Παπούτσια. Στον
Θανάση αφιερώνω την εν λόγω ιστορία. Μαζί και σε όλα τα παιδιά που ντύνονταν
γυναίκες κάτω από το Περοκέ. Είναι μια υπενθύμιση πως η διαφορετικότητα
κατακτήθηκε, δεν δόθηκε. Και ο Γιώργος Συμπάρδης αναφέρει την Χαβάη στο
τελευταίο του σπουδαίο μυθιστόρημα "Πλατεία Κλαυθμώνος".
3. Τα διηγήματά σας συνδυάζουν ρεαλισμό, φαντασιακά στοιχεία και χιούμορ. Πώς ισορροπείτε ανάμεσα σε αυτές τις διαφορετικές αφηγηματικές γραμμές;
Σωστά. Και εκεί νομίζω είναι το
μεγάλο στοίχημα που δεν ξέρω μετά από καιρό αν κατάφερα να κερδίσω- εξάλλου δεν
θα το πώ εγώ. Κάθε φορά νομίζω πάντως πως ο κεντρικός άξονας της κάθε μικρο-
ιστορίας είναι αυτός που σε βοηθά να πλοηγηθείς και να εναλλάξεις τις γραμμές
που περιγράφετε. Το δυσκολότερο είναι το χιούμορ. Και νομίζω πως αν εξαιρέσουμε
την μεγάλη σχολή του ελληνικού κινηματογράφου, την ελληνική επιθεώρηση (εν
μέρει) και κάποιους –ες σκόρπιους συγγραφείς, το χιούμορ είναι σχετικά δύσκολο
στοιχείο στην πεζογραφία μας.
4. Ποιος ήταν ο μεγαλύτερος αφηγηματικός ή υφολογικός σας στόχος γράφοντας αυτά τα διηγήματα;
Η πύκνωση. Το υλικό που
υπονοείται. Οι θαμμένες ιστορίες μέσα στις ιστορίες. Ο υπαινιγμός και ο Ρυθμός,
το μέγιστο στην αρχιτεκτονική των Διηγημάτων. Η έκρηξη του όπλου και η
κατόπτευση. Η λιτότητα και οι ελεγμένες εντάσεις. Η τέχνη της αφαίρεσης και σεβασμός στις λέξεις.
5. Οι χαρακτήρες σας φαίνεται να κινούνται μεταξύ καθημερινότητας και υπερβατικού στοιχείου. Πόσο σημαντικό είναι για εσάς να θολώνετε τα όρια μεταξύ πραγματικού και φανταστικού;
Μέγιστο για μένα να ρευστοποιώ τα
δύο. Να αφήνω το φως αναμμένο και να το σβήνω απότομα. Τι άλλο είναι η
Λογοτεχνία. Η Τέχνη της αλήθειας που ενδύεται μια ιστορία.
6. Υπάρχει κάποιο από τα 12 διηγήματα που ξεχωρίζετε ή που σας δυσκόλεψε περισσότερο στη συγγραφή του;
Όλα είχαν τον κάθε φορά δικό τους
βαθμό δυσκολίας. Ίσως το Κάρλτον περισσότερο από όλα. Γεννήθηκε ως ιδέα από μια
φωτογραφία του Γιώργου Ιωάννου που πίσω του στην Ομόνοια φωτίζει η ταμπέλα του
ομώνυμου ξενοδοχείου. Η κεντρική ιδέα είναι ένας ετεροχρονισμένος έρωτας. Μια
επιταγή που εξοφλείται σε άλλο χρόνο από τον κανονικό. Δυο νεόγεροι που
ετοιμάζονται να κάνουν έρωτα σε ένα φτηνό ξενοδοχείο με καθυστέρηση χρόνων.
Ήταν δύσκολο πολύ για μένα γιατί αποδομεί τον Έρωτα ως συνθήκη του παρόντος
χρόνου και τον καθιστά οφειλή.
7. Στο βιβλίο σας συναντάμε λαϊκούς τραγουδιστές, μέντιουμ, πολιτικές φιγούρες, ακόμα και έναν διάβολο στη Μύκονο. Τι ρόλο παίζει η λαϊκή κουλτούρα και η συλλογική μνήμη στη γραφή σας;
Η λαϊκή κουλτούρα παίζει κυρίαρχο
ρόλο. Και η συλλογική μνήμη έναντι του μεταμοντέρνου και του μηδενισμού. Βρίσκω
πιο ενδιαφέρον τον λαϊκό κόσμο έστω και με τις αντινομίες του, για μένα δεν
υπάρχει ο άη λαός. Υπάρχουν άνθρωποι από σάρκα και καρδιές έτοιμοι για όλα.
8. Στο τέλος του βιβλίου υπάρχει ένα ποίημα-τραγούδι. Πώς συνδέεται αυτό με τη συλλογή; Θεωρείτε ότι η μουσική επηρεάζει τη συγγραφική σας προσέγγιση;
Γεννήθηκε ως στιχούργημα που
γέννησε η ίδια η ιστορία που λέγεται Μέντιουμ. Εξυπηρετεί την πυκνή πλοκή αφού
το τραγουδούν και το χορεύουν οι ήρωες. Μαζί με τα στιχάκια αυτά αυτόματα μου
λθε στο μυαλό ο μεγάλος μουσικός και συνθέτης Φώτης Σιώτας, με μουσική μνήμη
και τεράστια πείρα να ισορροπεί σε Παράδοση και Νεωτερικότητα. Του πρότεινα
αν του κάνει να μελοποιήσει τα στιχάκια
αυτά και να τα κάνουμε δώρο στους αναγνώστες. Γέννησε ένα υπέροχο τραγούδι που
υπάρχει ελεύθερα και στο you- tube και λέγεται «Πού σαι τώρα».
9. Έχετε γράψει για θέατρο, μουσικές παραστάσεις και πολιτικό ρεπορτάζ. Βλέπετε τη δημοσιογραφική σας εμπειρία να διαπερνά τη λογοτεχνική σας γραφή;
Η δουλειά μου είναι το πολιτικό
ρεπορτάζ, η πολιτική ανάλυση και αρθρογραφία. Τα άλλα ήρθαν από εσωτερικές
υπαγορεύσεις, συνεργασίες και ιδέες που έγιναν πράξη με συνέργεια σπουδαίων
συνεργατών- προσώπων. Η δουλειά μου ως δημοσιογράφου με βοηθά στην πεζογραφία
μόνον ως προς το σκέλος της καταγραφής, της παρατήρησης ή της τεκμηρίωσης
στοιχείων. Κανω ρεπορτάζ για να βρω μια πληροφορία. Όχι όμως για να γράψω
Λογοτεχνία. Ως εκεί όμως, γιατί υπάρχει ο κίνδυνος της δημοσιογραφίτιδας.
10. Αν μπορούσατε να δείτε ένα από τα διηγήματά σας να μεταφέρεται στο θέατρο ή τον κινηματογράφο, ποιο θα ήταν και γιατί;
Εύχομαι όλα ή έστω ένα εξ αυτών.
Φαντάζομαι είναι δουλειά του σκηνοθέτη ποιο εξ αυτών θα επέλεγε ως τόπο και
χρόνο, ποιο θα τον – την ιντρίγκαρε περισσότερο. Θα ήθελα πολύ να δω στην οθόνη
το διήγημα "Στου Κώττα" που εξελίσσεται στο θρυλικό στέκι της Πάτρας
και είναι το πιο πολιτικό διήγημα της συλλογής.
Της Αλεξίας Βλάρα, 06/03/2025
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου