Ηλίας Καρακωνσταντάκης: "Όλα καταλήγουν στο πρέπει, χωρίς να υπάρχει το θέλω να ζήσω έτσι".
Μιλήσαμε με τον ηθοποιό Ηλία Καρακωνσταντάκη, ο οποίος συμμετέχει στην παράσταση, για την εμπειρία του πάνω στη σκηνή, τη διαδικασία προετοιμασίας, αλλά και τις βαθύτερες σκέψεις που του γεννά το έργο. Μέσα από τα λόγια του, αποκαλύπτεται όχι μόνο η ουσία της παράστασης, αλλά και μια προσωπική αναζήτηση που, λίγο-πολύ, μας αφορά όλους.
«Το σώμα που άφησα πίσω μου» επιστρέφει για δεύτερη χρονιά. Τι πιστεύετε ότι έκανε την παράσταση τόσο ξεχωριστή και αξιόλογη ώστε να συνεχιστεί;
Πιστεύω ότι ζούμε σε μια εποχή όπου ο καθένας μας βρίσκεται σε μια συνεχή αναζήτηση για το ποιος είναι, τι είναι το σώμα του και τι θέλει να είναι. Νομίζω πως η συγκεκριμένη παράσταση αφήνει ανοιχτά ερωτήματα που προκαλούν σκέψη και προβληματισμό γύρω από αυτά τα ζητήματα. Επιπλέον, θέτει το ερώτημα για το κατά πόσο οι απαντήσεις που δίνουμε προέρχονται από μέσα μας ή επηρεάζονται από εξωτερικούς παράγοντες, όπως π.χ. τα social media ή οποιοδήποτε μέσο μας παρουσιάζει πώς πρέπει να ζήσουμε για να είμαστε υγιείς, επιβάλλοντας μια εμμονή πάνω σε αυτό, μια εμμονή πάνω στην εικόνα μας.
Όλα
καταλήγουν στο πρέπει, χωρίς να υπάρχει
το θέλω
να ζήσω έτσι. Ακόμα και όταν υπάρχει το ρήμα θέλω,
θέλω να ζήσω έτσι, όταν προέρχεται από μια εικόνα που μας
προβάλλουν τα media, κρύβει μέσα του μια εμμονή του πρέπει. Πρέπει
να είμαι έτσι για να αρέσω και πρέπει να είμαι
έτσι για να είμαι αποδεκτός.
Το έργο θέτει ερωτήματα σχετικά με το σώμα και την ελευθερία μας μέσα σε αυτό. Ποιο από αυτά τα ερωτήματα σας άγγιξε περισσότερο και γιατί;
Νομίζω ότι όλα τα θέματα που αγγίζει η παράσταση με άγγιξαν, γιατί πραγματεύεται ζητήματα που συχνά καταπιέζουμε. Είναι μια παράσταση δομημένη συλλογικά από όλη την ομάδα, με τρόπο που επιτρέπει τη σύνδεση των θεατών με την παράσταση αλλά και τον εαυτό τους, καθώς και εμάς επί σκηνής με ένα πιο εξομολογητικό και αποκαλυπτικό τρόπο.
Αναπόφευκτα, μου θύμισε καταστάσεις και εμπειρίες από την παιδική μου ηλικία, την εφηβεία, αλλά και την ενήλικη ζωή. Μέσα από τα ερωτήματα που θέτει το έργο, έρχονται στην επιφάνεια σκέψεις που δεν είχα εκφράσει ποτέ ανοιχτά. Είναι σαν να βλέπω τον εαυτό μου από μια διαφορετική οπτική και να συνειδητοποιώ πόσο πολύ το σώμα μας επηρεάζει τη σχέση μας με τον εαυτό μας και τους άλλους.
Μέσα στην παράσταση μιλάμε για την έννοια της αλλεργίας, και πώς πολλές φορές η αλλεργία είναι καταπιεσμένα δάκρυα. Αυτό είναι κάτι που πραγματικά με αγγίζει σε κάθε παράσταση και με ταρακουνάει.
Ως ηθοποιός, πώς προσεγγίσατε τον ρόλο σας; Υπήρξε κάποια ιδιαίτερη προετοιμασία ή βιωματική εμπειρία που σας βοήθησε στην ερμηνεία σας;
Σε αυτή την παράσταση δεν υπάρχουν κλασικοί ρόλοι όπως τους αντιλαμβανόμαστε συνήθως στο θέατρο. Πρόκειται για μια διαδικασία που όλοι μας, από τη στιγμή που θα φτάσουμε στο θέατρο – από το ζέσταμα δηλαδή, έως και το τέλος της παράστασης – προσπαθούμε να αφήσουμε πίσω μας τους εαυτούς μας και να μπούμε στο ρόλο ενός εξομολογητικού όντος.
Το παράδοξο είναι πως, ενώ προσπαθούμε να αφήσουμε πίσω μας τον εαυτό μας, τελικά καλούμαστε να συμπεριλάβουμε όλα αυτά που νομίζαμε ότι είχαμε αφήσει, φέρνοντάς τα στη σκηνή με έναν τρόπο ωμό, αληθινό και άμεσο. Δεν υπάρχουν χαρακτήρες με προκαθορισμένα χαρακτηριστικά, παρά πέντε όντα που εξομολογούνται και θέτουν ερωτήματα με τον δικό τους τρόπο. Αυτή η προσέγγιση απαιτεί μια διαφορετική προετοιμασία, που δεν βασίζεται τόσο στη δημιουργία ενός ρόλου, αλλά στην εξερεύνηση του εαυτού μας και στη σύνδεση με τα θέματα που πραγματεύεται το έργο.
Στην παράσταση συμμετέχετε ως μέρος ενός συνόλου. Πώς είναι η συνεργασία σας με την υπόλοιπη ομάδα; Υπάρχει κάποια σκηνή που ξεχωρίζετε;
Η συνεργασία μας είναι, πριν απ’ όλα, ανθρώπινη. Αυτό είναι το πιο σημαντικό. Γνωριστήκαμε στη σχολή, ήμασταν συμμαθητές, και μέσα από αυτή τη σχέση γεννήθηκε η ομάδα μας. Η παράσταση δημιουργήθηκε κυρίως από τη σκηνοθέτιδα, την Ειρήνη Ζήκα, που κάποια στιγμή έφερε στο τραπέζι το ζήτημα του σώματος. Από εκεί ξεκίνησε μια συλλογική έρευνα, μια διαδικασία ανακάλυψης που σταδιακά πήρε μορφή και έγινε αυτό που σήμερα παρουσιάζουμε στη σκηνή.
Αν έπρεπε να ξεχωρίσω μια σκηνή, θα ήταν εκείνη όπου ο Βασίλης Καζής μιλάει για τον θάνατο που, αναπόφευκτα, θα έρθει για όλους μας. Μιλάει όμως και για τον δύσκολο αποχωρισμό, εκείνη τη βαθιά ρήξη που βιώνει κάποιος όταν χάνει τους γονείς του, και ιδιαίτερα τη μητέρα του. Με ταρακουνάει ο τρόπος που την αποδίδει. Είναι μια σκληρή αλήθεια, αλλά την ερμηνεύει με έναν τρόπο ανθρώπινο, ειλικρινή και ταυτόχρονα με χιούμορ, κάτι που αναδεικνύει ακόμα περισσότερο τη δραματικότητα της ζωής, γιατί η ζωή είναι ακριβώς αυτό, μια διαρκής εναλλαγή τραγικότητας και γέλιου, ένα παιχνίδι ανάμεσα στο φως και τη σκιά. Βέβαια, κάπως ξεχνάμε να παίζουμε πια.
Το έργο μιλά για τα βάρη που κουβαλάμε και για πράγματα που αφήνουμε πίσω. Εσείς προσωπικά έχετε βιώσει μια τέτοια απελευθέρωση στη ζωή σας;
Η αλήθεια είναι πως ναι. Νομίζω ότι όλοι μας έχουμε βιώσει στιγμές όπου νιώθουμε ότι αφήνουμε κάτι πίσω ή απαλλασσόμαστε από κάτι. Αυτές οι στιγμές μπορεί να είναι μικρές επαναστάσεις, μικρές χαρές, αλλά και βαθύτερες αλλαγές.
Εγώ,
ως Ηλίας, έχω καταφέρει να απελευθερωθώ από αρκετά πράγματα – όχι τόσα όσα θα
ήθελα, αλλά αρκετά ώστε να αισθάνομαι ελεύθερος να χτίσω τη ζωή μου όπως τη
θέλω. Υπάρχουν όμως και πράγματα που επιστρέφουν, βάρη που νομίζεις ότι έχεις
αφήσει πίσω σου, αλλά εμφανίζονται ξανά μπροστά σου με άλλες μορφές. Η
απελευθέρωση, τελικά, δεν είναι κάτι που συμβαίνει μία φορά, αλλά είναι μια
συνεχής διαδικασία και μια συνεχή σύνδεση με ένα μικρότερο εαυτό που κρύβουμε
όλοι μέσα μας και μας κινεί.
Πόσο απαιτητική είναι η σωματικότητα της παράστασης; Ποιες προκλήσεις αντιμετωπίσατε όσον αφορά την κίνηση και την έκφραση;
Η σωματικότητα της παράστασης ήταν απαιτητική, καθώς έπρεπε να βρούμε έναν νέο ρυθμό έκφρασης μέσω του σώματος. Δεν ήταν απλώς θέμα κίνησης, αλλά μια συνολική διερεύνηση του πώς το σώμα αφηγείται, πώς φέρει μνήμες και πώς μεταμορφώνεται στη σκηνή.
Στην αρχή των προβών, χρειάστηκε χρόνος για να αποδεχτώ το σώμα μου όπως είναι και να του επιτρέψω να εκφραστεί. Δεν υπήρχε κάποια συγκεκριμένη κινησιολογική φόρμα που έπρεπε να ακολουθήσουμε, αλλά μια διαρκής αναζήτηση του πώς το σώμα μας ανταποκρίνεται στα ερωτήματα του έργου. Σταδιακά, το σώμα άρχισε να παίζει τον δικό του ρόλο, χωρίς ανάγκη για καμία ηλικία ή χαρακτήρα.
Η μεγαλύτερη πρόκληση ήταν να επιτρέψω στο σώμα μου να είναι ειλικρινές, να μην προσπαθήσω να το «οδηγήσω» κάπου, αλλά να του δώσω χώρο να εκφραστεί ελεύθερα. Ήταν πολύ πιο δύσκολο από όσο φανταζόμουν, αλλά όταν συνέβαινε, ήταν και πολύ απελευθερωτικό. Αυτό που λέγαμε πριν.
Η παράσταση παίζει με την έννοια της ταυτότητας μέσω του σώματος. Πιστεύετε ότι το σώμα μας μάς καθορίζει ή μπορούμε να το υπερβούμε;
Δεν θεωρώ ότι θα έπρεπε να υπάρχει δίλημμα. Το σώμα είναι ταυτόχρονα κάτι που μας καθορίζει και το καθορίζουμε. Κάτι που δεν θα έπρεπε ούτε να το υπερβαίνουμε, ούτε να μας υπερβαίνει.
Υπάρχουν στιγμές που μοιάζει με ένα όριο, σαν ένα πλαίσιο που δεν μπορείς να ξεφύγεις. Σαν κάτι που σε βαραίνει ή που σε περιορίζει. Κι όμως, υπάρχουν και εκείνες οι στιγμές που γίνεται ανάλαφρο, αέρινο, που δεν το σκέφτεσαι καν. Που γίνεται ρυθμός, χορός, ανάσα.
Το σώμα έχει τη δική του μνήμη, το δικό του λεξιλόγιο, και πολλές φορές ξέρει περισσότερα από εμάς. Μπορεί να κρατάει κάτι μέσα του για χρόνια, να το αφήνει να σαλεύει κάτω από την επιφάνεια, να κλείνει πληγές και να τις ξανανοίγει. Και όταν το αφήνεις ελεύθερο, όταν δεν προσπαθείς να το ελέγξεις, τότε ίσως να μιλάει πιο αληθινά κι από σένα τον ίδιο.
Σε μια εποχή όπου η εικόνα και η εξωτερική εμφάνιση παίζουν τόσο σημαντικό ρόλο, πώς πιστεύετε ότι το κοινό λαμβάνει το μήνυμα της παράστασης;
Ζούμε σε μια εποχή όπου η εικόνα έχει πρωταρχικό ρόλο. Όλα περιστρέφονται γύρω από αυτό που φαίνεται, γύρω από μια επιφάνεια που πολλές φορές κρύβει περισσότερα από όσα αποκαλύπτει.
Παίζουμε συνεχώς με πρότυπα ομορφιάς που συναντάμε στα social media, σε διαφημίσεις, σε φίλτρα που αλλάζουν το πρόσωπο μας. Ξεχνάμε όμως να ακούσουμε το σώμα μας. Να το αφουγκραστούμε πέρα από την εικόνα του, πέρα από αυτό που δείχνει στους άλλους.
Η παράσταση, μας καλεί να σταθούμε λίγο και να αναρωτηθούμε: αποδεχόμαστε πραγματικά το σώμα μας ή το διαμορφώνουμε συνεχώς για να ταιριάζει σε κάτι έξω από εμάς; Μήπως το αλλάζουμε ξανά και ξανά, όχι για να το αγαπήσουμε, αλλά για να γίνει αποδεκτό από τους άλλους, ελπίζοντας πως, όταν συμβεί αυτό, θα καταφέρουμε επιτέλους να το αποδεχτούμε κι εμείς;
Αν έπρεπε να περιγράψετε την παράσταση με τρεις λέξεις, ποιες θα ήταν και γιατί;
Αγκαλιά, σύνδεση, επαναπροσδιορισμός.
Αγκαλιά, γιατί μέσα από αυτήν μπορούμε να χωρέσουμε όσα φοβόμαστε, όσα δεν καταλαβαίνουμε, όσα δεν ξέρουμε πώς να εκφράσουμε.
Σύνδεση, γιατί σε όλη την παράσταση δεν είμαστε μόνοι. Συνδεόμαστε μεταξύ μας, με το κοινό, με το σώμα μας, με όσα κουβαλάμε και όσα αφήνουμε πίσω.
Επαναπροσδιορισμός, γιατί τίποτα δεν είναι σταθερό. Ούτε το σώμα μας, ούτε οι σκέψεις μας, ούτε οι ταυτότητες μας. Κάθε μέρα, κάθε στιγμή, έχουμε την ευκαιρία να ξαναδούμε τον εαυτό μας, να τον αποδεχτούμε και, αν το θελήσουμε, να αλλάξουμε ποιότητες που δεν μας εξυπηρετούν πια.
Τι ελπίζετε να αποκομίσει το κοινό φεύγοντας από την παράσταση; Υπάρχει κάποιο συναίσθημα ή σκέψη που θα θέλατε να τους μείνει;
Δεν περιμένω από κάποιον να φύγει με μια συγκεκριμένη αίσθηση ή ένα ξεκάθαρο μήνυμα. Η παράσταση δεν δίνει απαντήσεις και δεν έχει στόχο να κατευθύνει τις σκέψεις του καθενός από εμάς. Είναι προσωπική υπόθεση του καθενός, μιας και όλοι είμαστε μοναδικοί.
Άλλωστε, αυτό λέει και η παράσταση, νομίζω. Να βρούμε ο καθένας τη μοναδικότητα του. Να σταθούμε για λίγο απέναντι στον εαυτό μας και να αναρωτηθούμε «αυτό που είμαι, αυτό που νιώθω, μου ανήκει πραγματικά ή το έχω φτιάξει για να μοιάζει σε κάτι άλλο;»
Αν
κάποιος φύγει από την παράσταση με μια μικρή ρωγμή σε ό,τι θεωρούσε δεδομένο,
αν κάτι μέσα του μετακινηθεί – κι αν δεν μπορεί να το ονομάσει – τότε νιώθω πως
αυτό που κάναμε είχε λόγο να ειπωθεί.
Της Αλεξίας Βλάρα, 12/03/2025
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου