Νικόλας Βαγιονάκης: "Η παράσταση χαρακτηρίζεται από μένα σκηνοθετικά σαν μια τραγωδία παραλογισμού με χορικά".
Μέσα από τη συζήτηση, ανακαλύπτουμε πώς η δραματουργική επεξεργασία παρέμεινε πιστή στη φιλοσοφία του Μωπασσάν, πώς το έργο συνομιλεί με τη σύγχρονη πραγματικότητα και ποια συναισθηματικά όρια καλείται να ξεπεράσει ένας ηθοποιός για να ενσαρκώσει έναν ήρωα που βυθίζεται στην παράνοια.
Η παράσταση, που ήδη γνωρίζει θερμή ανταπόκριση από το κοινό, αποτελεί μια τολμηρή θεατρική πρόταση, φωτίζοντας την αέναη πάλη ανάμεσα στη λογική και την παράνοια, το συνειδητό και το ασυνείδητο.
Τι σας ώθησε να ανεβάσετε το έργο Paranoia του Γκυ Ντε Μωπασσάν; Τι σας γοήτευσε περισσότερο σε αυτό το κείμενο;
Μιλάμε για τον μεγαλύτερο και αξεπέραστο διηγηματογράφο της Γαλλίας. Μια ιστορία που μας βυθίζει απευθείας στη δημιουργική ατμόσφαιρα του Μωπασσάν. Έντονα αυτοβιογραφικό, αποτυπώνει ένα μοτίβο που χαρακτήρισε τον συγγραφέα όσο ζούσε. Αλλοιωμένη κατάσταση συνείδησης και τρόμο, μπροστά σε ένα εκθαμβωτικό και ανεξιχνίαστο σύμπαν. Το κείμενο αυτό με γοήτευσε. Με μαγνήτισε. Με υποχρέωσε να υπερβώ τα βιολογικά και υποκριτικά μου όρια.
Η παράσταση χαρακτηρίζεται ως
«Τραγωδία Παραλογισμού». Πώς μεταφράζεται αυτό σκηνικά και ερμηνευτικά;
Η παράσταση χαρακτηρίζεται από μένα σκηνοθετικά σαν μια
τραγωδία παραλογισμού με χορικά. Ο ήρωας βρίσκεται σε ένα παραλήρημα λεκτικό
και κινησιολογικό, που καταλήγει σε ένα κρεσέντο παράνοιας, καθώς η
προσωπικότητα του μοιάζει να έχει αποδομηθεί και καταρρεύσει ολοσχερώς.
Μια παραμορφωμένη πραγματικότητα με
έντονη συναισθηματική αγωνία.
Ποια είναι η μεγαλύτερη πρόκληση
στο να ενσαρκώσετε έναν ήρωα που βυθίζεται στην ψύχωση και την παράνοια;
Μια βουτιά στον ανεξερεύνητο
εαυτό . Ένα έντονο εσωτερικό διχασμό που
μας διακατέχει. Μια εξερεύνηση στο άδυτο
του νου μέσα από τα λεπτά όρια της λογικής και του διχασμού ανάμεσα στο
συνειδητό και το ασυνείδητο.
Το έργο πραγματεύεται τον ψυχικό
κόσμο ενός ανθρώπου που βιώνει την αποδόμηση του εαυτού του. Πώς προσεγγίσατε
αυτή την ψυχολογική μετάβαση στη σκηνή;
Καθώς ο ήρωας ολισθαίνει μέσα σε
μια εφιαλτική καθημερινότητα και προσπαθεί
να ανιχνεύσει τη θέση του μέσα σε ένα κόσμο ανεξήγητο, με παραπέμπει
αυτόματα σε καφκικές ατμόσφαιρες, με έντονα εξπρεσιονιστικά στοιχεία στα όρια
του γκροτέσκο.
Η δραματουργική επιμέλεια έγινε σε
συνεργασία με τη Μιράντα Βατικιώτη. Πώς δουλέψατε μαζί το κείμενο και πώς το
προσαρμόσατε για το θεατρικό σανίδι;
Ο Μωπασσάν μέσα από το Paranoia αμφισβητεί τον Διαφωτισμό, τον εθνικισμό και την κοινωνία της εποχής του. Πώς συνομιλεί το έργο με το σήμερα;
Οι συγγραφείς τέτοιου Βεληνεκούς, δεν έχουν χρονικά όρια. Είναι οραματιστές και προφήτες. Τα θέματα που καταπιάνονται είναι διαχρονικά και αιώνια. Παραμένουν επίκαιρα εύστοχα, διαφωτιστικά και αιώνια.
Όπως προανέφερα αυτά τα έργα και αυτοί οι ρόλοι σε υποχρεώνουν να υπερβείς τα όρια σου, βιολογικά, υπαρξιακά, υποκριτικά , και εκεί βρίσκεται το μεγαλείο το στοίχημα και η πρόκληση. Η φαντασία γίνεται πραγματικότητα. Μη ξεχνάμε όμως ότι είναι ένα παιχνίδι. Ένα παιχνίδι ποίησης και μαγείας.
Η ανταπόκριση του κοινού είναι συγκλονιστική. Το κοινό διακρίνει την αυθεντικότητα, την πρωτοτυπία, την ιδιαιτερότητα , την αλήθεια, και το πάθος. Αισθάνομαι πως η τόλμη ο στόχος και η τεκμηριωμένη πρόταση κάποια στιγμή ανταμείβονται.
Τα πάντα αποτυπώνονται σε τόσο σπουδαία και ανεξίτηλα μέσα στο χρόνο κείμενα. Ο Μωπασσάν κοιτάζει την ανθρώπινη ράτσα κατάματα και δεν χαρίζεται κανενός. Θα υπάρχει πάντα μέσα από το έργο του υπενθυμίζοντας τη σκοτεινή πλευρά των ανθρώπων.
Όνειρό μου είναι να εκπλήσσομαι και εγώ ο ίδιος μέσα από μια καινούρια αναζήτηση , που θα με οδηγήσει σε μια πνευματική εμπειρία και εσωτερική ευημερία.
Της Αλεξίας Βλάρα, 20/03/2025
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου