Γιάννης Βαρβαρέσος: "Η μεγαλύτερη πρόκληση ήταν να μπορέσει αυτή η παράσταση, με ελάχιστα μέσα, να δημιουργήσει έναν κόσμο μαγείας στους θεατές, μεταφέροντας παράλληλα και την ιστορία που είχαμε φτιάξει".

 


1.       Γιατί επιλέξατε να ανεβάσετε *Τα Λόγια της Πλώρης* του Ανδρέα Καρκαβίτσα; Τι σας τράβηξε σε αυτό το κλασικό κείμενο;

Όταν ξεκίνησα να διαβάζω τα «Λόγια της Πλώρης», κάτι στη γραφή και στον τρόπο με τον οποίο ο συγγραφέας παρέθετε τη ζωή των ναυτικών αλλά και τις δικές του σκέψεις, που με μαγνήτισε. Θυμάμαι να διαβάζω το κείμενο, να έχω φτάσει στο κεφάλαιο «η Θάλασσα» και να βλέπω τις σκέψεις του συγγραφέα να συνδέονται με τις δικές μου που είχαν γεννηθεί και σε μένα σε διάφορες φάσεις της ζωής μου, σχετικά με τις επιλογές που κάνουμε, την ελευθερία που νιώθουμε ή που δεν νοιώθουμε, τα «πρέπει» και τα «θέλω» μας. Ξαφνικά σταμάτησα το διάβασμα του βιβλίου και γύρισα το βλέμμα μου στο ταβάνι σκεπτόμενος τη δική μου ζωή και τη ρότα που είχα πάρει. Κάπου εκεί σκέφτηκα πως μ’ αυτό το κείμενο, για κάποιο λόγο, συνδέομαι και θα ήθελα πολύ να ασχοληθώ μαζί του και να μοιραστώ τις ιστορίες του και με άλλους ανθρώπους.

2.       Τι σας ώθησε να διασκευάσετε το συγκεκριμένο έργο σε μονόλογο; Πώς πιστεύετε ότι αυτός ο σκηνοθετικός χειρισμός ενισχύει το μήνυμα του έργου;

Μια πρώτη διασκευή είχε γίνει ήδη από τον Σαμψών, που την είχε φτιάξει στη διάρκεια της στρατιωτικής του θητείας. Ωστόσο, το εγχείρημα ήταν να διασκευαστεί το έργο με τέτοιον τρόπο, ώστε οι σκέψεις του συγγραφέα, που γίνονται μέσω του Ναύτη (ενός χαρακτήρα που ο συγγραφέας έχει δημιουργήσει), να συνδεθούν με τις σκέψεις του Σαμψών και δικές μου, μέσω του Ξεναγού ( ενός χαρακτήρα που εμείς δημιουργήσαμε ). Αυτού του είδους η διασκευή λοιπόν είχε ως στόχο να συνδέσει το Παρελθόν με το Παρόν και το Μέλλον, μέσω προσωπικών βιωμάτων, ώστε να αναδειχθούν ζητήματα που τίθενται στο ίδιο το έργο του Α. Καρκαβίτσα τα οποία συνομιλούν ακόμα και σήμερα με όλους εμάς, ελπίζοντας σε έναν διάλογο με το κοινό που θα παρακολουθήσει την παράσταση.

3.       Ποιες είναι οι προκλήσεις που αντιμετωπίσατε όταν μετατρέπατε μια συλλογή διηγημάτων σε μια παράσταση που επικεντρώνεται σε έναν μονόλογο;

Η μεγαλύτερη πρόκληση ήταν η σύνδεση του κειμένου του Α. Καρκαβίτσα με τις προσωπικές ιστορίες και σκέψεις, με τέτοιον τρόπο ώστε να φωτίζεται και να αναδεικνύεται το έργο του Α. Καρκαβίτσα, χωρίς να δημιουργούνται αισθήματα αποξένωσης και απώθησης στους θεατές λόγω της γλώσσας ή του θέματος που διακυβεύεται.

4.       Πώς ενσωματώσατε τις προσωπικές σας αναζητήσεις και μνήμες στη διασκευή του έργου; Τι καινούργιο προσθέσατε στην αρχική αφήγηση του Καρκαβίτσα;

Η ενσωμάτωση έγινε μετά από αρκετές μέρες διαλόγου με τον Σαμψών, για να βρεθεί ο καλύτερος τρόπος να υπάρξουν αυτές οι προσθήκες, αλλά παράλληλα να υπάρχει μια ροή στον μονόλογο, με διακριτούς τους ρόλους στα κεφάλαια από τα οποία περνάει η ιστορία. Δεν θεωρώ πως αυτές οι προσωπικές αναζητήσεις πρόσθεσαν κάτι καινούργιο στην αρχική αφήγηση του Καρκαβίτσα, παρά μόνο ότι βοήθησαν στη δημιουργία ενός νέου παραστασιακού κειμένου, μέσω του οποίου προσπαθήσαμε να μεταφέρουμε τη δική μας, προσωπική, σύνδεση με το συγκεκριμένο κείμενο.

5.       Ο ναυτικός στη λογοτεχνία του Καρκαβίτσα είναι "άγνωστος και αδοξολόγητος". Πώς επιλέξατε να αποδώσετε αυτή την άγνωστη πλευρά του ναυτικού στην παράσταση;

Στην αρχή του έργου, ο Ξεναγός αναφέρει πως πρόκειται να μας παρουσιάσει ένα έκθεμα, τον Ναύτη. Ωστόσο, δεν προσδιορίζει αν ο Ναύτης είναι ένα έργο τέχνης, ένας άνθρωπος, μια ταυτότητα, αν είναι οι ιστορίες του, οι σκέψεις του, τα συναισθήματά του, οι σχέσεις του ή κάτι άλλο πέρα από αυτά. Θα παρουσιάσει τον Ναύτη, ο οποίος μένει «άγνωστος και αδοξολόγητος», αλλά που όμως όλοι βαθιά μέσα μας τον ξέρουμε, κι ας μην τον ονομάσαμε ή συναντήσαμε ποτέ.

6.       Ο Σαμψών Φύτρος είναι ο ερμηνευτής του μονολόγου. Πώς δουλέψατε μαζί του για να αποδώσετε την ένταση και το βάθος που απαιτεί αυτός ο μοναχικός χαρακτήρας;

Με τον Σαμψών δουλέψαμε σε ένα πλαίσιο φροντίδας, δοκιμάζοντας συνέχεια τους κατάλληλους τρόπους επιτέλεσης, ώστε να μπορέσουμε να πούμε μια ιστορία. Η ένταση και το βάθος του χαρακτήρα αρχίζουν και αναδύονται, όταν πάνω στην σκηνή αρχίζεις και δεν βλέπεις τον ηθοποιό, αλλά τον ίδιο τον χαρακτήρα. 

7.       Τι πιστεύετε ότι κάνει έναν μονόλογο τόσο απαιτητικό για τον ηθοποιό και πώς το προσεγγίσατε μαζί με τον Σαμψών Φύτρο στη συγκεκριμένη παράσταση;

Αρχικά φαίνεται πως είναι δύσκολο να κρατήσει το ενδιαφέρον των θεατών ένας άνθρωπος επί μία ώρα και ένα τέταρτο, λέγοντας απλά μια ιστορία. Ωστόσο, πιστεύω, ότι εκεί έγκειται και η άρση αυτής της δυσκολίας: αν τελικά θέλεις να πεις την ιστορία, τότε οι άνθρωποι θα σε ακούσουν. Αλλά πρέπει να έχεις την ανάγκη να την πεις. Κάθε μέρα. Και σε διαφορετικό κοινό.

8.       Πώς επηρεάζει η απλότητα της σκηνοθεσίας σε έναν μονόλογο την ερμηνεία και το συναισθηματικό βάθος της παράστασης;

Κάθε τι που εμφανίζεται σε μια παράσταση, αποτελεί αυτό που λέμε «υλικό της παράστασης»: η υποκριτική, η κίνηση, η σκηνογραφία, η μουσική, ο φωτισμός, η ενδυματολογία. Το ζητούμενο είναι να ειπωθεί η ιστορία. Δεν είναι, λοιπόν, η απλότητα που επηρεάζει την ερμηνεία και το συναισθηματικό βάθος της παράστασης, αλλά η κατάλληλη χρήση των υλικών αυτών, που βοηθάει αντίστοιχα και τον ηθοποιό να μεταφέρει αυτήν την ιστορία με τον καλύτερο δυνατό τρόπο. Και πιστεύω πως με τους συντελεστές αυτής της παράστασης, τη Τζο, τη Σεμίνα, τον Νίκο, τον Σαμψών, τη Φρόσω και τον Ντίνο, δουλέψαμε με αγάπη προς το κείμενο αλλά και προς την ιστορία που θέλαμε να αφηγηθούμε.

9.       Πώς πιστεύετε ότι θα ανταποκριθεί το σύγχρονο κοινό σε ένα έργο που βασίζεται στη ζωή των ναυτικών στα τέλη του 19ου αιώνα; Υπάρχουν διαχρονικά στοιχεία που το κάνουν επίκαιρο;

Θεωρώ πως το κείμενο του Α. Καρκαβίτσα παίρνει ως αφορμή τη ζωή των ναυτικών, τις ιστορίες και τις περιπέτειες τους, για να φέρει στο φως ζητήματα που αφορούν τον άνθρωπο, ασχέτως εποχής και τόπου γέννησης. Τέτοια κείμενα, όπως τα «Λόγια της Πλώρης», θα είναι πάντα επίκαιρα.

10.   Η παράσταση έκανε περιοδεία σε Κυκλάδες και Ηλεία, περιοχές που έχουν ιστορική σχέση με τη ναυτική παράδοση. Πώς ήταν η ανταπόκριση του κοινού σε αυτά τα μέρη;

Η παράσταση έτυχε μεγάλης ανταπόκρισης στα νησιά που πήγε. Ήταν πολύ όμορφο να αναφέρουν οι θεατές το πόσο συνομίλησε το κείμενο με δικές τους σκέψεις, καθώς επίσης και την επιθυμία τους να θέλουν να ξαναδιαβάσουν τον Α. Καρκαβίτσα.

11.   Στην εποχή της τεχνολογίας και των γρήγορων μέσων, πώς πιστεύετε ότι το θέατρο μπορεί να συνεχίσει να μαγνητίζει το κοινό με απλούς αλλά δυνατούς τρόπους, όπως ένας μονόλογος;

Στο θέατρο συναντιούνται οι άνθρωποι, συσχετίζονται με κοινό άξονα μια ιστορία που επιτελείται, χρησιμοποιώντας συμβολισμούς, και μπαίνουν σε έναν διάλογο, είτε μεταξύ τους είτε με τον εαυτό τους. Αυτή η ιδιότητα του θεάτρου και των άλλων τεχνών, να συσχετίζει τους ανθρώπους σε ένα πιο συμβολικό επίπεδο, είναι κάτι που θα υπάρχει για πάντα, ασχέτως της εξέλιξης της τεχνολογίας και των γρήγορων μέσων. 

12.   Έχετε ασχοληθεί με πολλά είδη θεάτρου και χορού. Πώς συνδυάζετε αυτές τις διαφορετικές πτυχές της τέχνης στην σκηνοθεσία σας; Υπήρξε κάποια επιρροή από τη χορευτική σας εκπαίδευση σε αυτήν την παράσταση;

Όλες οι παραστατικές τέχνες και όχι μόνο, συνδέονται κάτω από μια κοινή ομπρέλα, που είναι το «παιχνίδι». Η κάθε μια τέχνη χρησιμοποιεί ως βασικά διαφορετικά εργαλεία, αλλά εν τέλει όλες οι τέχνες είναι τρόποι αφήγησης μιας ιστορίας. Τόσο η χορευτική όσο και η θεατρική μου εκπαίδευση, καθώς και η εξέλιξη σε αυτά τα πεδία, με βοήθησαν, και με βοηθούν, ώστε να μπορέσω να πω μια ιστορία με τον καλύτερο δυνατό τρόπο, μαζί με τους άλλους συντελεστές της παράστασης.

13.   Ποια ήταν η μεγαλύτερη πρόκληση για εσάς ως σκηνοθέτη κατά τη δημιουργία της παράστασης; Υπάρχει κάποιο ιδιαίτερο στοιχείο της παραγωγής που σας έκανε να σκεφτείτε διαφορετικά;

Η μεγαλύτερη πρόκληση ήταν να μπορέσει αυτή η παράσταση, με ελάχιστα μέσα, να δημιουργήσει έναν κόσμο μαγείας στους θεατές, μεταφέροντας παράλληλα και την ιστορία που είχαμε φτιάξει.  

14.   Η επαφή σας με τη διεθνή σκηνή μέσα από σεμινάρια σε Βερολίνο και Παρίσι έχει επηρεάσει τον τρόπο που σκηνοθετείτε και προσεγγίζετε τα κλασικά ελληνικά έργα όπως αυτό του Καρκαβίτσα;

Δεν μπορώ να πω πως τα σεμινάρια στο εξωτερικό επηρέασαν τον τρόπο που σκηνοθετώ γενικά, παραπάνω από οποιαδήποτε άλλη εκπαίδευση έχω κάνει, εντός ή εκτός Ελλάδος. Η επιρροή από τη διεθνή σκηνή νομίζω πως έγκειται περισσότερο στη συνειδητοποίηση ότι παρόμοια υπαρξιακά, φιλοσοφικά, κοινωνικά, και προσωπικά ζητήματα απασχολούν τους ανθρώπους σε όλο τον κόσμο, σε όλες τις εποχές. Βρίσκονται λοιπόν οι κατάλληλες επιτελεστικές πρακτικές για να τα μοιραστούν με τους άλλους ανθρώπους, σε ένα πιο συμβολικό πεδίο.

15.   Ποια είναι τα μελλοντικά σας σχέδια μετά από αυτήν την παράσταση; Έχετε στο νου σας κάποιο άλλο έργο ή κλασικό κείμενο που θέλετε να προσαρμόσετε;

Αυτή την περίοδο βρίσκομαι σε πρόβες για το «Περιμένοντας τον Γκοντό», του Σάμουελ Μπέκετ, σε σκηνοθεσία Θωμά Μοσχόπουλου. Ακόμα λοιπόν δεν έχω σκεφτεί με ποιο άλλο κείμενο θα ήθελα να καταπιαστώ σκηνοθετικά, αλλά σίγουρα θα έρθει η έμπνευση εκεί που δεν την περιμένω.

16.   Βλέπουμε όλο και περισσότερες διασκευές κλασικών έργων στο σύγχρονο θέατρο. Ποια είναι η προσωπική σας φιλοσοφία για το πώς πρέπει να διαχειρίζεται ένας σκηνοθέτης το κλασικό υλικό για να το κάνει προσιτό και ζωντανό στο σήμερα;

Νομίζω πως το βασικό είναι να ξέρει ο σκηνοθέτης τι θέλει να πει και γιατί διαλέγει το συγκεκριμένο κείμενο ώστε να το φέρει σε διάλογο με το κοινό. Όταν η ανάγκη και η επιθυμία του σκηνοθέτη να μοιραστεί ένα κείμενο είναι δυνατή, τότε θα βρει και τον κατάλληλο τρόπο για να διαχειριστεί όλα τα υλικά. Ίσως, φυσικά, να μην πετύχει ακριβώς αυτό που θέλει, αλλά δεν πειράζει. Δοκιμάζουμε, μαθαίνουμε, ξαναδοκιμάζουμε, κ.ο.κ.

Της Αλεξίας Βλάρα, 8/10/2024

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις

Ιωάννα Καράνταλη: "Ο τίτλος «Είμαι ό,τι θυμάμαι» υπογραμμίζει την κεντρική σημασία της μνήμης στην ανθρώπινη ταυτότητα, καθώς οι αναμνήσεις σχηματίζουν το πώς αντιλαμβανόμαστε τον εαυτό μας και τον κόσμο".