Δέσποινα Γιαχάκη: "Το σημαντικό είναι να ζεις και όχι απλά να επιβιώνεις!"
1.
Τι σας ενέπνευσε να γράψετε το νέο σας βιβλίο,
«Ο κήπος του απογευματινού ήλιου»;
a.
Η έμπνευση έρχεται πάντα από κάτι φαινομενικά
ασήμαντο, που όμως κάτι λέει βαθιά μέσα μου.
b.
Για τον «Κήπο του Απογευματινού Ήλιου»,
εμπνεύστηκα από μια φίλη που αγαπώ πολύ, και της οποίας η ζωή δεν υπήρξε ποτέ
σπαρμένη με ροδοπέταλα. Φυσικά η ζωή της δεν είναι σε καμία περίπτωση αυτή που
περιγράφω στο βιβλίο, όμως ήταν η βασική έμπνευση για να ξεκινήσω την ιστορία
μου.
c. Δεύτερη έμπνευση ήταν για τον τίτλο του βιβλίου, και προήλθε από έναν περί
πατο με φίλες στη νέα παραλιακή λεωφόρο της Θεσσαλονίκης, εκεί που όλα τα πάρκα – κηπάκια έχουν από ένα όνομα. Ο Κήπος του Απογευματινού Ήλιου ήταν ένα από αυτά!
d. Τρίτη έμπνευση, δύο πρόσφατα ταξίδια μου στην Ισπανία και στη Βρετάνη της Γαλλίας, όπου με συνεπήραν οι ιστορίες για τον Μεσαίωνα, τη σκοτεινή αυτή περίοδο της Ιστορίας. Από την πλευρά της Ισπανίας, ο διωγμός των Αράβων και των Εβραίων, από την πλευρά της Γαλλίας, και της Βρετάνης ειδικότερα, οι θρύλοι για τα μαγεμένα δάση, που θυμίζουν λιγάκι από τα παραμύθια που αγαπάμε, εκείνα με τις νεράιδες και τα ξωτικά, τους μάγους και τους ευγενείς, τις πριγκίπισσες και τις κακές μάγισσες.
2.
Ποιο είναι το βασικό θέμα του βιβλίου και ποιο
μήνυμα θέλετε να περάσετε στους αναγνώστες σας μέσα από αυτή την ιστορία;
a.
Το θέμα του βιβλίου έχει να κάνει με τη δυσκολία
μιας αδύνατης αγάπης, το πόσο πρέπει να παλέψει κανείς για να την κερδίσει,
ακόμα κι αν δεν πρόκειται εκείνη να είναι στο ραντεβού…
b.
Η αγάπη είναι το πιο όμορφο συναίσθημα, όμως
μπορεί να γίνει καταστροφική, και δεν την αποδέχονται όλοι, πολλοί τη
φοβούνται.
c.
Από την άλλη, η αγάπη μπορεί να είναι
αρρωστημένη, παθιασμένη, τυφλή και να κάνει κακό, αντί να χαρίσει ευτυχία και
ολοκλήρωση…
3.
Πώς καταφέρατε να συνδυάσετε στοιχεία
πραγματικότητας και μύθου στην ιστορία της Ελπινίκης και των άλλων χαρακτήρων;
a.
Όπως και σε κάθε άλλη ιστορία. Χρειάζεται ένα
στοιχείο έμπνευσης για να ξεκινήσεις ένα έργο, όμως χρειάζεται πολλή φαντασία
για να το προχωρήσεις και να έχεις ένα καλό αποτέλεσμα.
b.
Πολλές περιγραφές από τη ζωή της ηρωίδας μου
είναι πραγματικές, εμπνευσμένες από τη ζωή της Ελπινίκης, αλλά και από τη δική
μου, και από τη ζωή φίλων μου, που δεν γνωρίζουν καν ότι «συμμετέχουν» άθελά
τους στο έργο μου…
c.
Είναι πολύ σημαντικό για ένα δημιουργό να ξέρει
να παρατηρεί και να ακούει προσεκτικά. Έτσι φτάνει στο να συλλέξει πληροφορίες,
πικάντικες λεπτομέρειες, καθημερινές ιστορίες, και να κάνει στο τέλος τη
σύνθεση για το έργο του. Για να το κάνεις αυτό όμως, θα πρέπει να αγαπάς τον
Άνθρωπο και να του δίνεις τη δέουσα προσοχή, θα πρέπει να είσαι εκεί, γεμάτος
αυτιά, να ακούς ουσιαστικά, χωρίς περισπασμούς.
4.
Ποιες προκλήσεις αντιμετωπίσατε κατά τη συγγραφή
του «Ο κήπος του απογευματινού ήλιου»;
a.
Κυρίως τα γενεαλογικά δέντρα που αναφέρω στο
βιβλίο, γιατί, όταν μιλάς για οικογένειες και την ιστορία τους, όταν πηγαίνεις
χρόνια πίσω, κινδυνεύεις να πέσεις σε λάθη που σε βγάζουν εκτός εποχής, εκτός
τόπου και χρόνου.
b.
Η ιστορία του Κήπου εμπεριέχει στοιχεία από την
Ιστορία της Ισπανίας και των Καθολικών βασιλιάδων, αλλά και από την Ιστορία της
Γαλλίας σε διαφορετικές χρονικές περιόδους. Νομίζω αυτό ήταν που με δυσκόλεψε
περισσότερο.
c. Και όπως σε κάθε έργο, το τέλος του βιβλίου, το τέλος της ιστορίας, η αυλαία. Δεν είναι εύκολο να ξέρεις πώς θα καταλήξει η ιστορία σου, νομίζω ότι σε πάει η γραφή από μόνη της, κεφάλαιο μετά το κεφάλαιο, γραμμή μετά τη γραμμή. Ίσως φαίνεται λιγάκι ανορθόδοξο, να μην έχω το τέλος στο μυαλό μου από την αρχή του έργου, προτιμώ όμως να αφήνω το διήγημά μου να με οδηγήσει στο τέλος του…
5.
Το πρώτο σας βιβλίο, "Ο Φάρος",
πραγματεύεται την ιστορία μιας ώριμης γυναίκας που αλλάζει ριζικά τη ζωή της.
Ποιο ήταν το έναυσμα για να γράψετε αυτή την ιστορία;
a.
Το βασικότερο όλων ήταν η πεποίθηση ότι δεν
υπάρχουν ηλικίες, και ότι δεν υπάρχουν όρια στο να κάνει κάποιος μια νέα αρχή
στη ζωή του. Εγώ η ίδια άρχισα να γράφω σε μεγάλη ηλικία και σίγουρα δεν ήταν
αυτό το νούμερο που θα με σταματούσε και θα έβαζε φρένο στην ανάγκη μου να
εκφραστώ με αυτόν τον τρόπο και να δημιουργήσω. Το αντίθετο μάλιστα, τα
τελευταία χρόνια νιώθω πιο ζωντανή από ποτέ, κάνοντας κάτι που αγαπώ πού,
βρίσκοντας τον δικό μου τρόπο ζωής και δημιουργίας, αγκαλιάζοντας την ευτυχία
της ελευθερίας και της έκφρασης.
b.
Άλλο σημαντικό έναυσμα ήταν αυτό το φοβερό «τι
θα πει ο κόσμος»! Πιστέψτε με, δεν μάθαμε και δεν θα μάθουμε ποτέ τι θα πει ο
κόσμος, γιατί απλά δεν μας αφορά, δεν μας αγγίζει. Μας έχουν μπουκώσει με
πεποιθήσεις και κανόνες από την πιο τρυφερή μας ηλικία, με πρέπει και με
απαγορεύεται, με δεν είναι σωστό, κτλ. Και φυσικά, μέσα σε όλα αυτά, ο κανόνας
λέει ότι η γυναίκα πρέπει να είναι μικρότερη από τον άντρα, ότι το επάγγελμα
που θα επιλέξουμε θα πρέπει να είναι «αξιοπρεπές» και να το σέβεται ο κόσμος,
ότι το να είναι κανείς καλλιτέχνης δεν θεωρείται καν επάγγελμα. Η κοινωνία μας
ζητά να είμαστε επιτυχημένοι, αλλά δεν νοιάζεται για την ευτυχία μας.
c.
Ε, λοιπόν, εγώ ήθελα την ηρωίδα μου
απελευθερωμένη από όλα αυτά τα βαρίδια και στην τελική ευτυχισμένη, γιατί μόνο
αυτό έχει σημασία!
6.
Πώς οι εμπειρίες και οι προσωπικές σας αξίες
αντικατοπτρίζονται στους χαρακτήρες και τις ιστορίες που δημιουργείτε;
a.
Το πρώτο πράγμα που είναι κραυγαλέο και
ολοφάνερο στα βιβλία μου είναι τα ταξίδια. Και στα τρία βιβλία μου έχω
εμπνευστεί από τόπους που έχω επισκεφθεί και μου τράβηξαν το ενδιαφέρον. Αγαπώ
τα ταξίδια, γιατί με γεμίζουν ενέργεια, εικόνες, χρώμα, γνώση, νέες
παραστάσεις, μου δίνουν έμπνευση και όρεξη για ζωή.
b.
Το δεύτερο σημαντικό στοιχείο είναι όντως οι
εμπειρίες που έχω αποκομίσει όλα αυτά τα χρόνια από φίλους, γνωστούς,
συνεργάτες, οικογένεια. Όλοι έχουν κάτι να δώσουν, όλοι έχουν κάτι να
διηγηθούν, όλοι έχουν ένα πολύτιμο κομμάτι ιστορίας που κουβαλάνε. Και όλοι
γίνονται, άθελά τους, κοινωνοί της έμπνευσής μου, ήρωες των αφηγημάτων μου με
κάποιο τρόπο.
c.
Όσο για τις αξίες μου, δεν ξέρω, μάλλον βγαίνουν
ασυναίσθητα, εφόσον δεν ξέρω να πω και ακριβώς ποιες είναι. Αυτό το αφήνω να το
κρίνει το κοινό και ο περίγυρός μου.
7.
Ποια είναι η διαδικασία που ακολουθείτε όταν
αναπτύσσετε τους χαρακτήρες σας; Έχετε κάποιες συγκεκριμένες τεχνικές ή αφήνετε
τη φαντασία σας ελεύθερη;
a.
Ξεκινάω πάντα από κάτι συγκεκριμένο, αλλά στην
πορεία ξεφεύγω και πολλές φορές φτάνω σε χαρακτήρες που δεν είχα καν φανταστεί.
Αφήνω τη φαντασία και την έμπνευση να με οδηγήσουν και «κλέβω» ιδέες από
παντού: από έναν περίπατο, από μια φιγούρα, από μια ζωγραφιά στον τοίχο ενός
παλιού σπιτιού, από μια ιστορία που έχω διαβάσει, από έναν τόπο που έχω
επισκεφθεί.
b.
Η αλήθεια είναι πως πατάω γερά στη γη, αφήνω
όμως την ελευθερία στη φαντασία μου να ονειροπολεί πού και πού και να
δημιουργεί χαρακτήρες που δεν υπάρχουν, που θα ήθελα ενδεχόμενα να υπάρχουν ή
που μισώ.
8.
Ποιοι είναι οι αγαπημένοι σας χαρακτήρες από τα
βιβλία σας και γιατί;
a.
Όλοι. Πρώτα απ’ όλα η Κλαίρη, από τον ΦΑΡΟ,
γιατί είναι μια γυναίκα που παίρνει τη ζωή στα χέρια της, δεν το βάζει κάτω και
ζει το όνειρό της. Είναι μια γυναίκα δυναμική και αποφασιστική, δεν δειλιάζει
και δεν κάνει πίσω, προκειμένου να ζήσει τη ζωή της όπως αυτή τη θέλει και όχι
όπως θα την ήθελαν άλλοι για λογαριασμό της. Τη θαυμάζω και την αγαπώ γι’ αυτό
που είναι, τη ζηλεύω και λιγάκι. Και ο Ζανό όμως, ο γκαλερίστας που θα της
σταθεί και θα τη βοηθήσει στη νέα της ζωή, στη νέα της ενασχόληση, που θα αλλάξει
τη ζωή της. Μια φιγούρα «τραγική» θα λέγαμε, καθώς αγαπά χωρίς ανταπόδοση,
παρόλα αυτά στέκεται βράχος στη φίλη του και τη βοηθά να πετύχει το όνειρό της.
b.
Μετά είναι η ΑΡΓΥΡΩ, μια γυναίκα που, παρόλες
τις δυσκολίες που αντιμετώπισε στη ζωή της, τα κατάφερε στο τέλος. Επιπλέον,
είναι μια γυναίκα που δεν ξεχνά τις ρίζες της, από που προέρχεται και ποια
είναι. Και αυτό είναι θείο δώρο. Να ξέρεις ποιος είσαι, από πού έρχεσαι, για να
ξέρεις και πού πηγαίνεις. Αλλά και η μάνα της ηρωίδας, η κυρά Δέσποινα, που
αγάπησε πολύ, με μια αγάπη δυνατή, μια αγάπη που, όπως φαίνεται δεν έσβησε
ποτέ, ούτε από τον χρόνο ούτε από την απόσταση.
c. Στον Κήπο του Απογευματινού Ήλιου, η Ελπινίκη έχει στοιχεία που την κάνουν αδύναμη και ευάλωτη, καταφέρνει να ζήσει το όνειρό της, το παραμύθι των θρύλων, αλλά…. Η συνέχεια στο βιβλίο που θα κυκλοφορήσει τέλος Αυγούστου…
9.
Ποια είναι η πιο ικανοποιητική στιγμή για εσάς
κατά τη διάρκεια της συγγραφικής διαδικασίας;
a.
Νομίζω ότι είναι η τελευταία τελεία, όταν πια
έχει ολοκληρωθεί το έργο και έχει πάρει σάρκα και οστά. Ποτέ δεν είμαι
ικανοποιημένη πριν το περάσω πολλές πολλές αναγνώσεις και κάνω τις απαραίτητες
διορθώσεις (που πάντα προκύπτουν σε κάθε ανάγνωση), ποτέ πριν μπει η λέξη
ΤΕΛΟΣ.
b.
Ίσως λιγάκι και η αρχή, ή καλύτερα η στιγμή που
έρχεται η έμπνευση για κάθε νέο έργο. Η κεντρική ιδέα, χωρίς όμως να έχω βρει
ακόμα πώς και τι θα πω, πώς θα εξελιχτεί η ιστορία.
10. Ποια
είναι η αντίδραση του αναγνωστικού σας κοινού στα βιβλία σας και πώς σας έχει
επηρεάσει αυτή η αντίδραση;
a.
Μέχρι στιγμής δεν είχα αρνητικές κριτικές. Ο
κόσμος αγκάλιασε τα βιβλία μου και τα αγάπησε, και αυτό φαίνεται στα μηνύματα
που παίρνω συχνά από ανθρώπους που με ρωτάνε πότε θα κυκλοφορήσει το επόμενο.
b.
Είναι υπέροχο να ξέρεις ότι το έργο σου έχει
αποδέκτες που το αγαπούν, ταυτόχρονα όμως είναι και αγχωτικό, γιατί δεν σου
επιτρέπει το περιθώριο λάθους. Και επειδή αυτό είναι ανθρώπινο, τρέμω τη
στιγμή, δεν ξέρω πώς θα αντιδράσω όταν έρθει εκείνη η στιγμή που κάποιο βιβλίο
μου δεν θα είναι καλό, που ο κόσμος δεν θα το αγκαλιάσει. Ελπίζω να έρθει όσο
το δυνατόν αργότερα αυτή η στιγμή ή και ποτέ – ακόμα καλύτερα.
c.
Ένα έργο έχει αξία μόνο όταν αγαπιέται από τον
κόσμο. Και νιώθω ευγνώμων που τα «πνευματικά» μου παιδιά είχαν αυτή την
αποδοχή.
d.
Αυτό φυσικά με σπρώχνει να γίνομαι καλύτερη και
να προσπαθώ όλο και πιο πολύ για την ικανοποίηση, όχι πια μόνο τη δική μου,
όπως στην αρχή, αλλά κυρίως του αναγνωστικού μου κοινού.
11. Έχετε
κάποιο αγαπημένο απόσπασμα από τα βιβλία σας που θα θέλατε να μοιραστείτε μαζί
μας;
a.
Είναι πολλά τα αποσπάσματα που αγαπώ πολύ, και
μάλλον δεν έχουν χώρο σ’ αυτή τη συνέντευξη. Όμως, για να αναφέρω κάτι, θα σας
δώσω την εισαγωγή από τον ΦΑΡΟ και την ΑΡΓΥΡΩ.
«Η ζωή είναι ένα δώρο μοναδικό,
ανεκτίμητο. Δεν χαρίζεται σε όλους, δεν είναι δεδομένη και έχει ημερομηνία
λήξης, την οποία κανείς δεν μπορεί να γνωρίζει. Θυμίζει εκείνο το παιχνίδι που
παίζαμε παιδιά, με τις μουσικές καρέκλες: κάνουμε όλοι κύκλους όσο παίζει η
μουσική, και μόλις σταματήσει τρέχουμε να καθίσουμε. Οι καρέκλες όμως δεν
φτάνουν για όλους, υπάρχει πάντα μια λιγότερη και σε κάθε γύρο φεύγει ένας
παίκτης. Κανείς δεν ξέρει πότε θα είναι η σειρά του να φύγει. Μετρημένος ο
χρόνος της ζωής μας, διαφορετικός για τον καθένα μας, ένας κουμπαράς που μας
δίνεται με το πρώτο φως της ημέρας και είναι στο χέρι μας να τον δαπανήσουμε με
τον δικό μας, μοναδικό τρόπο, όπως εμείς θεωρούμε καλύτερα. Αρχίζει να μετράει
αντίστροφα από την πρώτη μας κιόλας ανάσα, και γίνεται εχθρός μας. Περνάει με
ιλιγγιώδη ταχύτητα και μας χαστουκίζει ανελέητα, χωρίς να λογαριάζει τον πόνο,
την απώλεια, τη θλίψη που προκαλεί. Μας
φέρνει και μας παίρνει ανθρώπους, σχέσεις, συναισθήματα, μας αφήνει άδεια
σακιά, πεταμένα στην άκρη του δρόμου, να κλαίμε για όσα χάσαμε, ξεχνώντας να χαμογελάμε
για όσα κερδίσαμε. Ο χρόνος είναι εχθρός μας, είναι όμως και ένας καλός
σύμμαχος. Τα δύσκολα μας κάνουν πιο δυνατούς, μας κάνουν να νιώθουμε ζωντανοί,
μας κάνουν να παθιαζόμαστε ακόμα περισσότερο για τη ζωή. Ανάμεσα στα χαστούκια
του χρόνου, μας δίνεται η ευκαιρία να αρπάξουμε στιγμές χαράς και ευτυχίας, να
δαγκώσουμε τη ζωή και να τη γευτούμε ως το μεδούλι, δημιουργώντας τις
προϋποθέσεις για ένα καλύτερο αύριο. Ποτέ δεν είναι αργά, η ηλικία είναι απλά
ένας αριθμός, όπως και τόσοι άλλοι. Είμαστε τόσο νέοι όσο αισθανόμαστε και
έχουμε όλοι δικαίωμα σε δεύτερες ευκαιρίες, αρκεί να το πιστέψουμε και να
παλέψουμε γι’ αυτό, κόντρα στις αντιξοότητες και στις αναποδιές. Όλοι έχουμε
μέσα μας ένα φάρο που φωτίζει και τις πιο σκοτεινές μας νύχτες και μας οδηγεί
στο φως, στην πραγμάτωση των θετικών μας σκέψεων και των ονείρων μας. Αρκεί να
έχουμε τα μάτια μας ανοιχτά και να αφεθούμε στο φως. Να μη διστάσουμε να
βαδίσουμε προς τον ορίζοντα που έχουμε χαράξει, να ανοίξουμε διάπλατα τα χέρια
και να τον αγκαλιάσουμε σφιχτά. Με πίστη
και ελπίδα, πείσμα και υπομονή, τα καλύτερα είναι στην άκρη του χεριού μας.
Δύναμη ψυχής χρειαζόμαστε για να σηκωνόμαστε μετά από κάθε χαστούκι, να
αναπτερώνουμε το ηθικό μας μετά από κάθε αποτυχία ή απογοήτευση και να
προχωράμε μπροστά, πετώντας από πάνω μας τα βαρίδια που μας τραβάνε προς τα
πίσω, αυτές τις ιδέες και προκαταλήψεις, τα «πρέπει» και τα «δεν πρέπει» της
κοινωνίας, στεγανά που μας έχουν περάσει σαν ενδοφλέβια ένεση από γενιά σε γενιά
και φρενάρουν τα όνειρα μας. Ένα τραύμα πονάει, μα αργά ή γρήγορα επουλώνεται,
μια καταιγίδα, όσο δυνατή κι αν είναι, κάποτε παύει και έρχεται το ουράνιο τόξο
να μας αποζημιώσει, η πιο σκοτεινή νύχτα θα φέρει μια ανατολή, κάθε σκοτάδι
έχει μέσα του φως. Η ζωή θα είναι πάντα ο μεγάλος νικητής, όπως θα είναι πάντα
νικητές η φιλία, η αγάπη, ο έρωτας…»
_________________________________
«Η νύχτα ήταν γλυκιά και ζεστή, μια όμορφη βραδιά του Ιούλη, σαν αυτές που μας κατακλύζουν από νοσταλγία και μια ρομαντική, εξομολογητική διάθεση, σαν αυτές που επιτρέπουν σε σκέψεις και συναισθήματα να ταξιδεύουν, να πετούν μακριά, πέρα από σύνορα και εμπόδια. Το ολόγιομο φεγγάρι έστελνε το φως του να ενωθεί και να γίνει ένα μ’ εκείνο του μεγάλου φωτεινού σταυρού του Αφέντη Χριστού στο Γιούχτα, ένα πάντρεμα που έκανε τη νύχτα να μοιάζει μέρα. Μια ήσυχη και γαλήνια νυχτιά, που μονάχα κάτι τριζόνια και κάτι ξεχασμένα τζιτζίκια έρχονταν να ταράξουν, σπάζοντας τη σιωπή της. Η Αργυρώ σέρβιρε ένα ποτήρι παγωμένο τσάι, έβαλε ένα δίσκο με τζαζ μπλουζ μουσική στο παλιό πικάπ, ενθύμιο μιας άλλης εποχής, και κάθισε στην καρέκλα του γραφείου-σεκρετέρ, ανάμνηση κι αυτό μιας άλλης ζωής, μακρινής. Έκλεισε τα μάτια και ξάπλωσε στη δερμάτινη καρέκλα, απολαμβάνοντας τη γλυκιά γεύση από τριαντάφυλλο και μέλι. Πολύ συχνά, τις ήρεμες νύχτες με πανσέληνο, οι αναμνήσεις στροβιλίζονταν σαν σίφουνας στο μυαλό της και έκαναν το κεφάλι της να χορεύει σε ξέφρενους ρυθμούς, σφυροκοπώντας ανελέητα τα μηνίγγια της. Ένιωθε έντονα την ανάγκη να βάλει στο χαρτί τις σκέψεις της, τις θύμησες, τη ζωή της. Πίστευε πως ό,τι εξωτερικεύεται, ό,τι μοιράζεται, γίνεται λιγότερο βαρύ και ελαφραίνει την καρδιά και την ψυχή μας. Όλα πρέπει να μοιράζονται, και τα καλά, και τα λιγότερο καλά. Στη λύπη κόβονται στα δυο, στη χαρά διπλασιάζονται! Χρόνια τώρα ήθελε να γράψει, να μιλήσει, να αφήσει τις σκέψεις να ξεχυθούν στο χαρτί σαν ασυγκράτητος χείμαρρος, να μοιραστεί τα βιώματά της, τα χρόνια της, την ιστορία της. Δεν είχε καταφέρει όμως ποτέ να σκαρώσει περισσότερες από μια ή δυο αράδες, καθώς οι αναμνήσεις την πονούσαν και η συγκίνηση ερχόταν κάθε φορά να θολώσει το μυαλό και την τετράγωνη λογική της, αποτρέποντάς την από κάθε δυνατή προσπάθεια έκφρασης. Σήμερα ήταν η μέρα, το ήξερε, το έβλεπε στο φεγγάρι του ελαφιού, που της χαμογελούσε και της έκλεινε συνωμοτικά το μάτι, όμως ένιωθε βαριά και ανήμπορη να ξεκινήσει. Τα δάχτυλά της, τους τελευταίους μήνες, της χάριζαν δυνατούς πόνους, και δυσκολία στην κίνηση. Η οστεοαρθρίτιδα που την ταλαιπωρούσε δεν της επέτρεπε πολλά πολλά, ούτε ακόμα κι αυτές τις απλές, καθημερινές κινήσεις. Χαμογέλασε με νοσταλγία και κάποια πικρία στη θύμηση μιας ζωής που πέρασε πάνω από αυτή την ίδια γραφομηχανή, να χτυπάει ατελείωτες δικογραφίες, σημειώσεις, υπομνήματα, αιτήσεις, αυτή τη γραφομηχανή που τη συντρόφευε στις λευκές της νύχτες για χρόνια πολλά... Μέρες και νύχτες ατελείωτες με αυτό το ρυθμικό τακ τακ των πλήκτρων, που έπεφταν σαν μουσική σύνθεση στ’ αυτιά της και που γέμιζαν εξίσου ατελείωτες κόλλες χαρτί. Δεν ήταν εύκολη η δουλειά της, την αγαπούσε όμως πολύ και δεν βαρυγκώμησε ποτέ ούτε για το ξέφρενο τρέξιμο της μέρας, ούτε για τις ατελείωτες νύχτες με μόνη συντροφιά τη γραφομηχανή και τον μονότονο χτύπο της. Χάιδεψε για λίγο τα πλήκτρα της παλιάς συντρόφου της και την έσπρωξε απαλά στο πλάι, για να φέρει στη θέση της το laptop, δώρο του Δημήτρη για τα εβδομηκοστά της γενέθλια. Και μόνο η κίνησή της αυτή την επανέφερε στην πραγματικότητα, στο σήμερα, στο τώρα. Ήπιε αργά μια γουλιά από το τσάι της και ανακάθισε στη δερμάτινη καρέκλα, αποφασίζοντας ότι είχε έρθει η ώρα. Δεν ήξερε από πού να αρχίσει, ούτε ποια θα ήταν η υπόθεσή της. Να είναι ένα ευχάριστο ανάγνωσμα, ενδιαφέρον, αποκύημα της φαντασίας της; Αποφάσισε πως το μόνο πράγμα που γνώριζε καλά ήταν η ζωή της, η ιστορία της. Μόνο γι’ αυτή θα μπορούσε να μιλήσει, ήταν ένα μ’ εκείνη, ένα με την ψυχή και το πετσί της. Θα έγραφε ένα σημείωμα προς τον εαυτό της, ένα σημείωμα που θα της θύμιζε τα σημαντικά της ζωής: «Να μην ξεχνάω να θυμάμαι ποια είμαι… την πορεία μου, τα λάθη μου, τις αξίες μου, την ηθική μου, τις κακές και όμορφες στιγμές, την αγάπη που έδωσα και πήρα, την προσπάθειά μου να γίνω καλύτερη, για μένα και για τους άλλους, αυτούς που αδίκησα και αυτούς που με αδίκησαν, γιατί όλα αυτά με έκαναν ό,τι είμαι σήμερα. Προπάντων όμως να θυμάμαι τι αξίζω, τι μπορώ να φτιάξω για να γίνω καλύτερη και από όλα αυτά να προσπαθώ να βγαίνω πιο δυνατή. Να συγχωρώ τους άλλους, αλλά και τον εαυτό μου, να ξεχνάω εύκολα, να δέχομαι την κριτική και να δίνω πίσω αγάπη γρήγορα και δυνατά… Η ζωή είμαι μικρή αλλά είναι ένα μάθημα που δεν τελειώνει, ας θυμάμαι λοιπόν να είμαι πάντα ανοιχτή στο να μαθαίνω και, αν χάνομαι καμιά φορά, να κοιτάζω πίσω στο βιβλίο της ζωής μου». Ανακάθισε στην καρέκλα της, τέντωσε τα δάχτυλά της, τα τοποθέτησε ευλαβικά στο πληκτρολόγιο και οι πρώτες λέξεις δεν άργησαν να κάνουν την εμφάνισή τους, πέφτοντας σαν λεκές στη λευκή σελίδα μπροστά της. Με λένε Αργυρώ και αυτή είναι η ιστορία μου: «Γεννήθηκα στο Ηράκλειο, πριν ογδόντα χρόνια, το ημερολόγιο έγραφε 3 Οκτωβρίου 1930».
12. Πώς
αποφασίσατε να ασχοληθείτε με τη συγγραφή σε ώριμη ηλικία και ποια ήταν η
μεγαλύτερη πρόκληση σε αυτό το ξεκίνημα;
a.
Αρχικά, το γεγονός ότι έφυγα από την ενεργή
επαγγελματική δράση, καθώς συνταξιοδοτήθηκα. Ήμουν πάντα δραστήριος άνθρωπος
και σίγουρα αυτή η «απόσυρση» δεν θα μου
ταίριαζε. Δημιουργούσα πάντα, και στη δουλειά και στην προσωπική ζωή μου, και
μου άρεσε το γράψιμο σαν τρόπος έκφρασης.
b.
Το έναυσμα όμως μου το έδωσαν δυο φίλοι, άθελά
τους. Ο ένας ήταν ο Δημήτρης, ένας συνάδελφος, που μου έκανε δώρο κατά την
αποχώρησή μου από την εταιρεία, ένα στυλό, με ένα σημείωμα: «για να συνεχίσεις
να γράφεις ιστορία». Ο άλλος, ο Γαβριήλ, φίλος μου αγαπημένος, στο πάρτι των
εξηκοστών γενεθλίων μου, μου προσέφερε ένα δερματόδετο λευκό βιβλίο με
χαραγμένα τα αρχικά μου πάνω του, για να γράψω την ιστορία της υπόλοιπης ζωής
μου. Λίγο τα δώρα και τα υπονοούμενα των φίλων μου, λίγο η καραντίνα που μας
περιόρισε στα κλουβιά μας, δεν χρειάστηκα πολύ για να πάρω την απόφαση.
c.
Αρχικά σκέφτηκα να γράψω την ιστορία της
οικογένειάς μου, τη δική μου ιστορία, αλλά μάλλον αυτή θα ενδιέφερε ενδεχόμενα
μόνο τα παιδιά μου. Ύστερα ήρθε η έμπνευση για τον ΦΑΡΟ και αυτό ήταν! Τον
διάβασαν μόνο οι κοντινοί μου άνθρωποι και αυτοί ήταν που με ενθάρρυναν να
εκδώσω το βιβλίο και να εκτεθώ στο κοινό ως συγγραφέας και όχι πια ως
χομπίστας.
13. Ποια
είναι η έμπνευσή σας όταν γράφετε και πώς διατηρείτε τη δημιουργικότητά σας
ζωντανή;
a.
Όπως σας είπα, αντλώ έμπνευση από τα πάντα. Από
τους ανθρώπους, από τη φύση, από την τέχνη, από έναν πλανόδιο μουσικό, από ένα
παλιό αντικείμενο, από το φεγγάρι, μια ερημική αμμουδιά, από την Ιστορία, από
τα ταξίδια… Όσο ζω, η φαντασία μου δουλεύει και η δημιουργικότητα κρατιέται
ζωντανή.
14. Ποια
είναι η ρουτίνα σας κατά τη συγγραφή; Έχετε κάποιες συγκεκριμένες συνήθειες ή
τελετουργίες που ακολουθείτε;
a.
Όχι, δεν είμαι πολύ οργανωτική, ούτε ιδιαίτερα
τυπική σε προγράμματα και νόρμες. Μπορεί να καθίσω δώδεκα συνεχόμενες ώρες να
γράφω και να μην ανοίξω τον υπολογιστή μου για μέρες μετά. Μου αρέσει όμως να
έχω καλή μουσική να με συνοδεύει, μια κούπα καφέ και δυστυχώς… πολλά τσιγάρα…
15. Ποιες
είναι οι επιρροές σας από άλλους συγγραφείς ή βιβλία που σας έχουν σημαδέψει;
a.
Θαυμάζω και «ζηλεύω» πολλούς συγγραφείς, από
τους οποίους όμως δεν μπορώ να «κλέψω» κάτι. Μια ιδέα που υπάρχει ήδη, μια ιδέα
που έχω διαβάσει δεν μπορεί σε καμία περίπτωση να γίνει δική μου, έστω κι αν
την αποδώσω αλλιώς. Αυτό όμως που μου δίνει ιδέες είναι ο τρόπος που γράφουν,
το ύφος τους, η γλώσσα που χρησιμοποιούν. Ξέρω τι μου αρέσει και τι όχι όταν
είμαι εγώ αναγνώστρια και προσπαθώ να αντικατοπτρίσω και στα δικά μου βιβλία
αυτά τα στοιχεία: να μην πλατειάζω πολύ, να αποφεύγω τις «σάλτσες» και τις περιττές
περιγραφές, να έχω μεγάλα γράμματα στα βιβλία μου, ώστε να διαβάζονται εύκολα,
να χρησιμοποιώ απλή, καθημερινή γλώσσα για να μην δυσκολεύουν τον αναγνώστη.
16. Πώς
η καταγωγή σας από τα Βουρλά της Μικράς Ασίας και η ζωή σας σε διάφορες πόλεις,
όπως το Ηράκλειο, η Αθήνα και το Παρίσι, έχουν επηρεάσει την προσωπικότητά σας
και το έργο σας;
a.
Πολύ. Αρχικά μεγάλωσα με τη γιαγιά μου από τα
Βουρλά, τη Δέσποινα από το μυθιστόρημα «ΑΡΓΥΡΩ». Η γιαγιά δεν ήξερε παραμύθια
με Σταχτοπούτες και πριγκίπισσες και μου διηγούταν μόνο ιστορίες από την
«πατρίδα», τη Μικρά Ασία. Πώς ζούσαν εκεί, πώς εκδιώχθηκαν, πώς έφτασαν στην
Κρήτη. Φανταστείτε ότι από τις περιγραφές της και μόνο κατάφερα να βρω τη
γειτονιά της στα Βουρλά (όχι το σπίτι γιατί το είχαν κάψει), όταν τα
επισκέφθηκα για πρώτη φορά.
b.
Το Ηράκλειο είναι η πόλη που πρωτομίλησα,
πρωτοπερπάτησα, πήγα στο σχολείο, ξεκίνησα τις ξένες γλώσσες. Είναι η πόλη που
έχω επιλέξει και τώρα για τη συγγραφή, γιατί έχω την εντύπωση ότι εκεί κρύβεται
η έμπνευσή μου. Και φυσικά, ήταν αναπόφευκτο να μην είναι μέρος των βιβλίων
μου, ΑΡΓΥΡΩ και ΚΗΠΟΣ ΤΟΥ ΑΠΟΓΕΥΜΑΤΙΝΟΥ ΗΛΙΟΥ έχουν σε μεγάλο βαθμό κομμάτια
από το Ηράκλειο.
c.
Η Αθήνα είναι η πόλη που ζω, εκεί είναι η
οικογένειά μου, οι φίλοι μου, η ζωή μου, το σπίτι μου. Την αγαπώ γι’ αυτό που
είναι, δεν θα την επέλεγα όμως αν είχα τη δυνατότητα.
d.
Το Παρίσι είναι απλά η πόλη της καρδιάς μου, η
πόλη στην οποία ονειρευόμουν να ζήσω από την τρυφερή ηλικία των επτά ετών. Είχα
την ευλογία να το κάνω, να πραγματοποιήσω το όνειρό μου. Πήγα στο Παρίσι για
σπουδές και έζησα εκεί 13 χρόνια. Εκεί γνώρισα τον άντρα της ζωής μου,
παντρεύτηκα, έκανα τα παιδιά μου. Στην Αθήνα ήρθαμε γιατί πιστεύαμε ότι ήταν
καλύτερα για τα παιδιά, και δεν το μετανιώσαμε ποτέ. Άλλη η δική μας νοοτροπία,
άλλο το κλίμα μας, άλλοι οι άνθρωποί μας. Στο Παρίσι επιστρέφω κάθε χρόνο, έχοντας
καθιερώσει αυτό το ταξίδι με την αδερφή μου που επίσης το αγαπά. Έτσι δεν νιώθω
ότι μου λείπει, ότι το αποχωρίστηκα, είναι εξάλλου κομμάτι μου και πάντα στην
καρδιά μου. Και το Παρίσι λοιπόν βρίσκεται στα έργα μου, όπου χωράει
τουλάχιστον, και από τις περιγραφές που κάνω για την πόλη φαίνεται και η αγάπη
μου γι’ αυτήν.
17. Τι
σημαίνει για εσάς να είστε πολίτης του κόσμου και πώς αυτή η άποψη
αντικατοπτρίζεται στο έργο σας;
a.
Πολίτης του κόσμου είναι αυτός που σκέφτεται ότι
«όπου γης και πατρίς». Νιώθω Κρητικιά, Ελληνίδα, Μικρασιάτισσα, Γαλλίδα, και
όλα αυτά παντρεύονται πολύ αρμονικά μέσα μου. Μπορώ να ζογκλάρω με τις
καταγωγές και τις καταβολές μου χωρίς πρόβλημα και να είμαι καλά παντού. Οι
άνθρωποι είναι αυτοί που μετράνε και όχι τα γεωγραφικά σύνορα. Έτσι δεν είναι;
18. Ποια
είναι η πιο σημαντική αξία που θέλετε να προβάλετε μέσα από τη ζωή και τα
βιβλία σας;
a.
Το κυνήγι της ευτυχίας, η αγάπη, η πραγμάτωση
των ονείρων. Είναι πολύ σημαντικό να έχουμε κάτι να κυνηγάμε, να θέλουμε κάτι
πολύ, να βάζουμε στόχους, άσχετα με τον αν τους πετυχαίνουμε τελικά ή όχι. Η
προσπάθεια είναι που μετράει, η προσπάθεια είναι αυτή που μας κρατάει ζωντανούς
και μας δίνει ελπίδα. Και χωρίς ελπίδα, απλά δεν υπάρχει ζωή.
19. Πιστεύετε
πως η λογοτεχνία μπορεί να επηρεάσει και να αλλάξει τις προκαταλήψεις και τα
στερεότυπα που υπάρχουν στην κοινωνία μας;
a.
Εν μέρει ναι. Πάντα εξαρτάται από τον αναγνώστη
και από τη ματιά του στο κάθε έργο. Πόσο ανοιχτός ή όχι είναι στο να
ενστερνιστεί κάτι έξω από την πεπατημένη, να το αφήσει να τον παρασύρει και να
στείλει στο χρονοντούλαπο τις προκαταλήψεις και τα status quo της
κοινωνίας που τον έχει μεγαλώσει.
b.
Βέβαια, βοηθάει πολύ όταν ο συγγραφέας είναι
αναγνωρίσιμος, πετυχημένος, κτλ… αλλά
και το πόσο ανοιχτόμυαλος είναι ο αναγνώστης.
20. Πώς
βλέπετε τη σχέση ανάμεσα στην ευτυχία και την επιτυχία και πώς αυτή η αντίληψη
επηρεάζει τη ζωή σας;
a.
Μας έχουν μάθει να κυνηγάμε την επιτυχία από
μικρά παιδιά. Να πάρουμε καλούς βαθμούς, να περάσουμε στο πανεπιστήμιο, να
κάνουμε μια επιτυχημένη επαγγελματική καριέρα, να πάρουμε μετάλλια στο άθλημα
που κάνουμε, διακρίσεις, βραβεία, κτλ. Όλα στον βωμό της επιτυχίας.
b.
Τι είναι όμως πιο σημαντικό; Να είναι κάποιος
επιτυχημένος ή ευτυχισμένος; Για μένα το ερώτημα δεν τίθεται καν. Ένα παιδί
είναι ευτυχισμένο όταν παίζει, όταν αφοσιώνεται στο μάθημα ή στα μαθήματα που
αγαπά περισσότερο, όταν κάνει πράγματα που το ευχαριστούν, όταν κάνει ένα
άθλημα γιατί το ευχαριστιέται, το χαίρεται και όχι για να πάρει διακρίσεις. Όλα
τα υπόλοιπα είναι περιττές πιέσεις που το κάνουν να χάνει το ενδιαφέρον του και
να υποφέρει με κάθε αποτυχία, να νιώθει άχρηστο και ανίκανο. Το ίδιο ισχύει για
τους ενήλικες. Κυνηγάμε διαρκώς κάτι για να είμαστε στις υποταγές των
κοινωνικών δεδομένων: ένας άνθρωπος οφείλει να είναι επιτυχημένος, με όποιο
κόστος. Όχι λοιπόν, εγώ επέλεξα να είμαι ευτυχισμένη, ανεξάρτητα από το αν θα
είμαι επιτυχημένη ή όχι. Επέλεξα να κάνω αυτό που αγαπώ και όχι κάτι που θα μου
έφερνε χρήμα και επιτυχία. Θα μπορούσα να παραμείνω στη δουλειά μου τουλάχιστον
δέκα χρόνια ακόμα, όμως αυτό δεν θα με έκανε ευτυχισμένη, θα μου πρόσθετε άγχος
και πίεση. Προτίμησα να είμαι ευτυχισμένη, και με λιγότερα χρήματα. Αγαπώ τον
εαυτό μου, τον φροντίζω και τον αγκαλιάζω με στοργή, γιατί είναι ο μόνος που
έχω, ο μόνος που θα με συντροφεύει μέχρι το τέλος, και σαφώς θέλω να είναι
ευτυχισμένος και να έχει χιλιάδες λόγους να γελά και να απολαμβάνει τη ζωή!
Γιατί το σημαντικό είναι να ζεις και όχι απλά να επιβιώνεις…
* Ο κήπος του απογευματινού ήλιου κυκλοφορεί 20 Αυγούστου.
Της Αλεξίας Βλάρα, 26/7/2024
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου