Ηρώ Κισσανδράκη: "Η μνήμη φθίνει ή οι άνθρωποι την κάνουμε να φθίνει γιατί μας συμφέρει για να υπάρξουμε".
Ηρώ, το «Λέμονγκρας» είναι μια αληθινή ιστορία. Ποια ήταν η πηγή έμπνευσης για να τη μεταφέρετε στη σκηνή και πώς σας επηρέασε προσωπικά;
Πριν 5 χρόνια περίπου μου εμπιστεύτηκε την ιστορία του «Λέμονγκρας» η ίδια η εμπλεκόμενη με την παράκληση αν θέλω να τη γράψω αλλά φυσικά να μην αποκαλύψω τα πραγματικά ονόματα των πασχόντων. Με συγκίνεισαι τόσο η αξιοπρέπεια της γυναίκας αυτής όσο και το πόσο άδικη και απρόβλεπτη μπορεί να είναι η ζωή που θεώρησα πως αξίζει να ειπωθεί σε ένα μεγαλύτερο κοινό. Φυσικά σεβάστηκα το αίτημά της, άλλαξα ονόματα και τόποθεσίες και σε δεύτερο χρόνο εμπλούτισα την ιστορία με στοιχεία μυθοπλασίας για να έχει μεγαλύτερο σκηνικό ενδιαφέρον για το κοινο, χωρίς όμως να αλλοιώνεται ο κεντρικός άξονας.
Σκηνοθετείτε και πρωταγωνιστείτε στην παράσταση. Πόσο δύσκολο είναι να ισορροπήσετε ανάμεσα στους δύο αυτούς ρόλους και τι σας προσφέρει αυτή η διπλή ιδιότητα;
Είναι ό,τι πιο απαιτητικό και διασπαστικό μπορεί να σου συμβεί γιατί δεν μπορεί να απομονωθεί η μία λειτουργία από την άλλη. Είναι δύο παράλληλες διαδικασίες, αλληλοεξαρτώμενες που εννοείται πως υπερτερεί εκείνη της σκηνοθεσίας μέχρι και την πρεμιέρα. Πρέπει να μπορείς να δεις τον εαυτό σου και σαν μονάδα, μέρος ενός συνόλου, αλλά ταυτόχρονα να οριοθετείς και τη μεγάλη εικόνα του έργου. Ευτυχώς που υπάρχει η χορογράφος μας, η Γιάννα Μελλά της οποίας η ματιά είναι καταλυτική.
Η ιστορία εξελίσσεται γύρω από το παρελθόν και τις συνέπειες που έχει στο παρόν. Ποιο είναι το βασικό μήνυμα που θέλετε να περάσετε στους θεατές;
Κατ’ αρχήν θα ήθελα να ακουστεί η πραγματική ιστορία, την οποία μου εμπιστεύτηκε η ίδια η εμπλεκόμενη, πρώτον για να την τιμήσω και δεύτερον για να καταλάβει ο κόσμος ότι κάποια ιστορικά γεγονότα δεν είναι και τόσο μακρυά μας. Αυτό όμως που θα ήθελα να κατακτηθεί από το έργο είναι να μάθουν οι οικογένειες να μιλάνε και να ακούνε ο ένας τον άλλο, γιατί έτσι αποφεύγονται πολλοί ανούσιοι τρυγμοί.
Η έννοια της «κανονικότητας» ανατρέπεται στο έργο. Πιστεύετε ότι αυτό αντικατοπτρίζει την πραγματικότητα της σύγχρονης κοινωνίας;
«Κανονικότητα», μία λέξη που εντάξαμε όλοι οι Έλληνες πολύ πρόσφατα στο λεξιλόγιο μας – μετά τον covid - και που από τότε και ύστερα την μεταχειριζόμαστε σχεδόν καθημερινά. Είναι τόσο η έμφαση που της δίνουμε που είναι λες και πριν ζούσαμε όλοι τέλεια ή πως από εδώ και στο εξής (που υποτίθεται πως ξεπράστηκε το ζήτημα υγείας) θα πορευτούμε προς το ιδανικό. Ας δεχτούμε λοιπόν πως η έννοια υποδηλώνει τη «φυσιολογική ροή» μιας καθημερινότητας. Υπό αυτήν την έννοια η «κανονικότητα» των ηρώων του έργου κρύβει πολλά μυστικά τα οποία δεν θα αποκαλύπτονταν ποτέ αν δεν παρουσιαζόταν ο Πέτρος στο ανθοπωλείο «Λέμονγκρας» για να αγοράσει ένα τριντάφυλλο.Αντιστοίχως, μόνο «κανονική» δεν είναι θεωρώ τη σημερινή κοινωνία μας, γιατί όλοι, λίγο ή πολύ, παλεύουν να κρύψουν την πραγματική τους εικόνα.
Το «Λέμονγκρας» είναι ένα ανθοπωλείο, χώρος που παραπέμπει σε ηρεμία και ομορφιά. Τι συμβολίζει για εσάς αυτός ο χώρος και πώς λειτουργεί στη δράση του έργου;
Πάντα μου άρεσε να χαζεύω τις βιτρίνες των ανθοπωλείων, γιατί όλη αυτή η χρωματική πανδαισία μου δημιουργεί μία ηρεμία και μία ανάταση. Όταν λοιπόν αποφάσισα να αποδώσω σε κείμενο την πραγματική ιστορία του έργου, σκεφτόμουν πως πρόκειται για μία πολύ σκοτεινή και θλιβερή στιγμή του παρελθόντος που καλό θα ήταν να εξισορροπιστεί με κάτι πιο αισιόδοξο. ‘Ετσι αποφάσισα πως ο ένας χώρος του έργου θα μπορούσε να είναι ένα ανθοπωλείο, για να λειτουργεί κάπως σαν αντίβαρο από το «μαύρο» που φέρνει η πραγματική ιστορία.
Οι χαρακτήρες έχουν βαθιές εσωτερικές συγκρούσεις και μυστικά. Υπάρχει κάποιος χαρακτήρας που νιώθετε πιο κοντά σας ή που σας δυσκόλεψε περισσότερο να αποδώσετε;
Προσπάθησα να δώσω την απαιτούμενη προσοχή σε όλους τους ήρωες του έργου για να βγουν όλοι φροντισμένοι και προσεγμένοι. Ωστόσο, ως γυναίκα μου είναι πιο οικεία η περιγραφή γυναικείων φιγούρων, θεωρώ όμως πως όλοι οι ήρωες έχουν τις στιγμές τους.
Η μνήμη και η αποδοχή του παρελθόντος είναι κεντρικά στοιχεία στην παράσταση. Πώς πιστεύετε ότι επηρεάζει η μνήμη τη ζωή μας και τις σχέσεις μας;
Η μνήμη φθίνει ή οι άνθρωποι την κάνουμε να φθίνει γιατί μας συμφέρει για να υπάρξουμε. Στην πρώτη περίπτωση παλεύεις με το άγνωστο, είτε αυτό ονομάζεται γήρας είτε κάποια ασθένεια νευροεκφυλιστικής φύσεως. Στη δεύτερη περίπτωση, που είναι και η πιο συνηθισμένη, παλεύει κανείς εσκεμμένα να σβήσει κάτι που τον πλήγωσε, που δεν θέλει να θυμάται για να υπάρχει στο «τώρα» καλά. Όμως αυτή η επιλεκτική μνήμη η οποία συγκαλύπτει ένα τραυματικό γεγονός, τις περισσότερες φορές δημιουργεί μία δυσφορία μέσα μας που εκδηλώνεται με απότομες ή και τοξικές συμπεριφορές είτε προς εμάς ή προς τους οικείους μας. Πάνω σε αυτή τη βάση έχουν σκιαγραφηθεί οι χαρακτήρες του έργου «Λέμονγκρας», γι αυτό και οι σχέσεις που θα δει το κοινό είναι άκρως προβληματικές.
Το έργο παρουσιάζεται κάθε Σάββατο και Κυριακή στις 21:00. Πώς επιλέξατε το Θέατρο και τις συγκεκριμένες μέρες για την παράσταση;
Στο Θέατρο 104 έχω υπάρξει είτε ως ηθοποιός είτε ως σκηνοθέτης αρκετές φορές, οπότε ήταν ο πρώτος χώρος που απευθύνθηκα και με πολλή χάρα ο καλλιτεχνικός του διευθυντής μου πρότεινε τις μέρες και την ώρα.
Μιλήστε μας για τη συνεργασία σας με την υπόλοιπη ομάδα της παράστασης. Ποιος ήταν ο πιο σημαντικός στόχος που θέσατε κατά τη δημιουργική διαδικασία;
Είναι πανευτυχής γιατί όλα τα μέλη του θιάσου και της παραγωγής είναι φωτεινά πλάσματα με αστείρευτό χιούμορ και επικοδομητικές προτάσεις πάνω στο πλαίσιο της δημιουργίας. Με το Λευτέρη Βασιλάκη και τη Μαρία Δαμασιώτη είχαμε ξαναδουλέψει, οπότε υπήρχε ήδη ένας χτισμένος κωδικάς επικοινωνίας. Με το Μάνο Τσούτη και το Γιάννη Σιάμπαλια είναι η πρώτη μας συνύπαρξη και αληθινά χαίρομαι πολύ. Το μόνο που ζήτησα από τα παιδιά είναι να διηγηθούμε την πραγματική ιστορία με τρόπο που να αγγίζει και εμάς και το κοινό.
Τι θα θέλατε να νιώσει ή να πάρει μαζί του το κοινό μετά την παρακολούθηση του «Λέμονγκρας»;
Θα ήθελα ο καθένας που θα δει την ιστορία να καταλάβει, να ερμηνεύσει και να νιώσει την αλήθεια όλων των ηρώων, να πάει στο σπίτι του και να αγκαλιάσει τους ανθρώπους του γιατί είμαστε όλοι «φθαρτοί» και «για λίγο μαζί».
Της Αλεξίας Βλάρα, 28/1/2025
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου