Κατερίνα Καζολέα: "Η τέχνη ανυψώνει το ψέμα, γιατί επιτρέπει στη δημιουργική φαντασία να ανθίσει".

 


1. Ποια είναι η αφετηρία για εσάς όταν ξεκινάτε να γράφετε ένα νέο θεατρικό έργο; Ποιο

είναι το πρώτο στοιχείο που διαμορφώνεται — οι χαρακτήρες, το θέμα ή η πλοκή;

 

Υπάρχουν θέματα που τραβούν κατευθείαν την προσοχή μου, δηλαδή κάποιες καταστάσεις, που θα είχαν ενδιαφέρον ως εναρκτήρια συνθήκη.  Διακρίνω πως υπάρχουν διλήμματα και αντιφάσεις που θα ήθελα να ερευνήσω, γιατί έχουν διακλαδώσεις και προβληματίζουν.   

Μετά έρχονται οι χαρακτήρες που αρχίζω να ακούω μέσα μου τα λόγια τους. Τους βλέπω ως πρόσωπα και τους αφήνω να συνδιαλέγονται, περιμένοντας να δω πού θα φτάσουν, πού τους πάει η ψυχή τους. 

 

2. Η θεματολογία σας συχνά περιστρέφεται γύρω από τις ανθρώπινες σχέσεις και τις

ψυχολογικές συγκρούσεις. Ποιες είναι οι κύριες επιρροές σας σε αυτό το είδος αφήγησης;

 

Στις ψυχολογικές συγκρούσεις μου αρέσουν ο Τσβάιχ και ο Κλάιστ. Ο Μαξ Φρις, ο Φρίντριχ Ντίρενματ, ο Μπρεχτ και ο Χάνριχ Μπελ.

Αλλά  πρέπει να αναφέρω, πως έχω μέσα μου από παιδί μια συνεχή διχοστασία, μια μόνιμη εσωτερική σύγκρουση, ανάμεσα σε αντίρροπες δυνάμεις, κάτι που είναι πολύ βασανιστικό βέβαια, αλλά με εμπλουτίζει με τις αντίπαλες φωνές όταν γράφω ένα έργο. Είναι ένας λόγος αυτός, που η γραφή με ανακουφίζει.

 

3. Στο έργο σας «Η Δαμασκηνιά» οι συμβολισμοί παίζουν πολύ σημαντικό ρόλο. Πώς επιλέγετε τα σύμβολα που χρησιμοποιείτε; Υπάρχει κάποια διαδικασία που

ακολουθείτε για να τα ενσωματώσετε;

 

Οι συμβολισμοί προκύπτουν. Δεν υπάρχει κάποια συγκεκριμένη διαδικασία.  Πιθανόν να έχω κάποια ευκολία λόγω της ενασχόλησής μου με τις εικαστικές τέχνες.   Περισσότερο δουλεύω με την ατμόσφαιρα, αυτήν προσπαθώ να επιτύχω, να έχει τη θερμοκρασία και τον παλμό που θέλω, τη μελαγχολία, τον ερωτισμό, την αναπόληση ή την απειλή, κι εκεί, μες στην ατμόσφαιρα τα σύμβολα εμφανίζονται μόνα τους.

 

4. Στο έργο σας, φαίνεται ότι έχετε μια βαθιά γνώση της ψυχολογίας. Έχετε μελετήσει

ψυχολογία ή αντλείτε από προσωπικές εμπειρίες;

 

Δεν έχω σπουδάσει ψυχολογία, πέρα από τα υποχρεωτικά μαθήματα που υπήρχαν στη  Φιλοσοφική Σχολή, πέρα από τα διαβάσματα των Γιουνγκ, Φρόυντ, Άντλερ. Όμως, παρατηρώ και αναλύω προσεκτικά τις συμπεριφορές των ανθρώπων γύρω μου, των ηρώων στα διάσημα θεατρικά έργα και τις ταινίες, και κυρίως επιχειρώ να μπω μέσα τους να δω τις αντιφάσεις τους. Εμπιστεύομαι αυτό που αισθάνομαι για αυτούς. Δεν αφήνω τη λογική να με κρατήσει στα εξωτερικά σημάδια, αλλά ενεργοποιώ αυτό που αντανακλάται πάνω στο δέρμα μου από την αύρα των άλλων.

Εκτός από τη θητεία μου στην ιστορία τέχνης και στις πολλές θεατρικές παραστάσεις που έχω δει, έχω παρακολουθήσει μαθήματα Εγκληματολογίας και Αναλυτικής Γραφολογίας, που (όσο παράξενο και αν ακούγεται)  είναι επιστήμες  που μας μαθαίνουν πάρα πολλά για τον εαυτό μας και τους άλλους.

Είναι εκπληκτικό το πώς, ερευνώντας ακραία περιστατικά, μπορεί να εντοπίσει κανείς σε πτυχές του εαυτού του, που τις κρατά απόλυτα τιθασευμένες, και ανενεργές, σπέρματα ανεκδήλωτης νοσηρότητας, εκεί ακριβώς που δεν θα το περίμενε. Φυσικά, σε πολύ μεγάλο βάθος τα βλέπει αυτά.

 

5. Η σχέση ανάμεσα στην αλήθεια και το ψεύδος φαίνεται να είναι ένα κεντρικό θέμα για

εσάς. Πώς βλέπετε την ισορροπία ανάμεσα στο ψεύδος και την αλήθεια στην τέχνη και στη  ζωή;

 

Νομίζω ότι ζούμε μες στο ψέμα, μιλώντας με μισές αλήθειες ως επί το πλείστον, τις περισσότερες φορές χωρίς να το συνειδητοποιούμε. Συχνά το κάνουμε με τα λεγόμενα «λευκά» ψέματα, για να μην πληγώσουμε κάποιον, ή για να τον ενθαρρύνουμε, ή για λόγους ευγένειας, και έρευνες έχουν δείξει ότι ο μέσος άνθρωπος λέει 10 ψέματα την ημέρα.   

Συχνά η αλήθεια είναι κάτι που εμείς θέλουμε να είναι αληθινό.  Το «πραγματικό» είναι αυτό για το οποίο έχουμε αντικειμενικές αποδείξεις.

Στην τέχνη όμως, το ψέμα βρίσκεται στην αυτοκρατορία του. Εκεί είναι πολύτιμο εργαλείο, γιατί μας αποκαλύπτει τις πλάνες μας, τα στενά όριά μας. Όλη η τέχνη είναι ένα ψέμα που μιμείται κάτι αληθινό και αυτή η συνθήκη μας βοηθάει να καταλάβουμε τον εαυτό μας και να δούμε τα πράγματα από απόσταση. Μερικές φορές βοηθάει και να λυτρωθούμε, μας προσφέρει μια συγκατάβαση μπροστά στις αδυναμίες και τις ανεπάρκειές μας.

Η τέχνη ανυψώνει το ψέμα, γιατί επιτρέπει στη δημιουργική φαντασία να ανθίσει. Και λειτουργεί ως καθρέφτης. Το είδωλό μας στον καθρέφτη δεν είναι κάτι αληθινό, θα μπορούσαμε να το ονομάσουμε μια ψεύτικη και φευγαλέα απεικόνιση, μια ρευστή αντανάκλαση,  σκεφτείτε όμως να μην το είχαμε, να μην μπορούσαμε ποτέ να δούμε κάπου το πρόσωπό μας, ακόμα κι αν είναι ένα παροδικό ρούχο της ψυχής μας, είναι απίστευτη η πληροφορία και η δύναμη που μας δίνει,  για να σχηματιστεί μέσα μας μια κάποια εντύπωση περί του τι είμαστε. Να αναφέρω εδώ τις συνεχείς αυτοπροσωπογραφίες του Ρέμπραντ, όπου βλέπουμε πάνω σε ένα πρόσωπο που γερνάει και φθείρεται τις περιπέτειες και την εξέλιξη μιας ψυχής.

Συμβαίνει επίσης να πεις ένα ψέμα και στη συνέχεια να γίνει αλήθεια. Είναι ένα αχανές κεφάλαιο αυτό, και νομίζω πως δεν θα πάψω να το διερευνώ.

Αν η τέχνη όφειλε να μένει στην απόλυτη αλήθεια, να είναι αντιγραφή της πραγματικότητας, θα είχαμε χάσει όλη τη μαγεία του σουρεαλισμού. Όλο το θάμπωμα  του γκροτέσκου. Όλη τη λάμψη του μαγικού ρεαλισμού. Όλη την έκπληξη που μας προκαλεί ο αντισυμβατικός Μαγκρίτ. Θα ήμασταν πολύ φτωχότεροι, μονοδιάστατοι και περιχαρακωμένοι υπερβολικά ανελεύθεροι.  Άνθρωποι που θα λειτουργούσαν μέσα σε πολύ στενά όρια. Και το λέω  αυτό, ενώ έχω ένα πάθος με την αλήθεια στην καθημερινή ζωή, γι’ αυτό και νοιώθω υπέροχα όταν απελευθερώνομαι από αυτήν  στο πεδίο της μυθοπλασίας.

Το ψέμα είναι μια κουρτίνα που άλλοτε κρύβει και άλλοτε προφυλάσσει την αλήθεια.

Συμβαίνει μερικές φορές να μην μπορούμε να φτάσουμε αλλιώς στην αλήθεια, παρά μόνο αναγνωρίζοντας σταδιακά τις στρώσεις ψεύδους, με την οποία είναι επικαλυμμένη. Επομένως το ψέμα μπορεί να μας βοηθήσει στην ανακάλυψη της αλήθειας, όταν είναι κρυμμένη βαθιά.

Δεν θα παραλείψω να θυμίσω την καταπληκτική ατάκα, πάνω στην οποία πατάει η ταινία «Το τέλειο χτύπημα» του Τζουζέπε Τορνατόρε με την υπέροχη ερμηνεία  του Τζέφρι Ρας: «Σε κάθε απομίμηση υπάρχει κάτι αληθινό».  Όπου η λέξη απομίμηση μπορεί να αντικατασταθεί με το: πλαστό και το ψεύτικο.   Μέσα σε κάθε τι ψεύτικο υπάρχει μαζί και κάτι αληθινό, παρεισφρέει μια μικρή δόση αλήθειας.

 

6. Η Λορέτα στο  «Η Δαμασκηνιά»  αντιπροσωπεύει την επιθυμία για φυγή και αλλαγή. Τι σας ενέπνευσε να δημιουργήσετε αυτόν τον χαρακτήρα και τι θέλετε να συμβολίζει;

 

Στη Λορέτα έδωσα το όνομα μιας συμμαθήτριας που είχα, αρκετά ζωηρής και ανεξάρτητης για την εποχή εκείνη.

Είναι το αντίβαρο στον μαρασμό και την παρακμή των αντρών που, κάπως μπουχτισμένοι από τη ζωή, επιθυμούν να αράξουν.  Η Λορέτα είναι η ορμή της νεότητας που θέλει να γνωρίσει τον κόσμο. Η Λορέτα εμπιστεύεται τη ζωή, όπως εμπιστεύτηκε και τους τρεις άντρες. Συμβολίζει την αθωότητα και το άδολο απέναντι στην πονηριά τους και τη λαγνεία τους. Μιλάει και ρωτάει με ευθύτητα, δεν ξέρει να κρύβεται. Εκείνοι κρύβουν λεκέδες από το παρελθόν.  

 

7. Οι τρεις άντρες στο ίδιο έργο έχουν πολύπλοκους ρόλους, όντας ταυτόχρονα

προστατευτικοί αλλά και καταπιεστικοί για τη Λορέτα. Πώς αναπτύξατε αυτή τη διπλή τους φύση;       

 

Η σχέση προστασίας είναι συχνά και σχέση εξουσίας. Όταν προστατεύεις κάποιον του φυτεύεις και ιδέες στο κεφάλι, ιδέες φόβου συνήθως, για να προσέχει και να φυλάγεται.

Για την έφηβη Λορέτα οι τρεις άντρες αναπλήρωναν τον απόντα πατέρα της, τον οποίο εκείνη αναζητούσε σε ιστορίες για ναυαγισμένα πλοία (δεδομένου ότι η μητέρα της  έλεγε πως ήταν ναυτικός, που μπάρκαρε και δεν γύρισε).  Επομένως, η παρουσία τους την βοηθούσε. Ο πατέρας είναι παραδοσιακά ο πρώτος δάσκαλος και η Λορέτα έπαιρνε πληροφορίες για τη ζωή από τις αφηγήσεις τους.

Από την άλλη πλευρά, οι άντρες απολάμβαναν τον θαυμασμό της κοπέλας και η παρουσία της, η φρεσκάδα της,  η αισιοδοξία, η αθωότητά της,  γέμιζαν το κενό της  ξοδεμένης ζωής τους.  Τους έδινε κίνητρο να ζουν.

Ταυτόχρονα,  η κατάληψη που είχαν κάνει στο μπαρ-καφενέ,  ανάμεσα σε δυό “αδύναμες” και “ανυπεράσπιστες” γυναίκες, τους έκανε να νοιώθουν δυνατοί  και να υιοθετούν τον ρόλο του “προστάτη”.

 

8. Το θέμα της εγκατάλειψης παίζει επίσης κεντρικό ρόλο στο έργο σας. Τι σας ώθησε να

εξερευνήσετε αυτή την ψυχολογική κατάσταση;

 

Πρέπει να προσεγγιστεί και από τις δύο πλευρές. Όλοι έχουμε εγκαταλείψει και έχουμε επίσης εγκαταλειφθεί.  Δεν εννοώ μόνο σοβαρούς χωρισμούς. Εννοώ και σε μικρά καθημερινά συμβάντα.  Αυτό το μοτίβο το ανακαλύπτω παντού.  Είναι αναπόσπαστο κομμάτι της ζωής. Και δεν είναι εύκολη η διαχείρισή του.

Στην «Δαμασκηνιά» το θέμα αυτό φέρνει ακραίες συνέπειες. Η Λορέτα έχει εγκαταλειφθεί από τον πατέρα της και σκοπεύει να εγκαταλείψει τη μητέρα της και τον τόπο της.  

 

9. Πώς προσεγγίζετε την ανάπτυξη των διαλόγων; Προσπαθείτε να αντικατοπτρίζουν τον

εσωτερικό κόσμο των χαρακτήρων σας ή είναι περισσότερο εργαλείο για την πλοκή;

 

Οι διάλογοι κυλούν σχετικά εύκολα από τη στιγμή που έχω φανταστεί την αρχική συνθήκη, και τον κάθε χαρακτήρα με το πρόσωπό του.  Βάζω στο στόμα των χαρακτήρων τις φράσεις που τους ταιριάζουν, και σιγά σιγά μέσα από τις ατάκες τους οι ήρωες προχωρούν και εξελίσσονται δημιουργώντας την πλοκή.

Ως προς τον εσωτερικό τους κόσμο, ναι, προσπαθώ να ακολουθήσω τους ψυχισμούς τους. Να κατανοήσω τι συμβαίνει μέσα σε αυτούς που δεν έχουν όρια και φραγμούς, σε αυτούς που εκτρέπονται και ξεπερνούν τα εσκαμμένα. Πώς έφτασαν σε αυτό το σημείο. Στο έργο οι χαρακτήρες είχαν μεγάλα προσωπικά αδιέξοδα και γαντζώθηκαν στη Λορέτα.

 

10. Ποια είναι η γνώμη σας για τον ρόλο της τέχνης στην κοινωνία σήμερα; Πώς μπορεί το

θέατρο να επηρεάσει τους θεατές σε κοινωνικό και προσωπικό επίπεδο;

 

Η συνεισφορά τους στην κοινωνία είναι απέραντη. Ο ρόλος της τέχνης είναι να δείχνει στον άνθρωπο τον εαυτό του και τον κόσμο. Η τέχνη αλλά και το θέατρο λειτουργούν ως καθρέφτες.

Δεν είναι νεκρές και παγιωμένες καταστάσεις που αφορούν άλλους, αλλά τον καθένα μας προσωπικά.  Μετά από πολλή τέχνη που είχα «καταναλώσει» σε μουσεία, διαβάσματα και θέατρα, συνέβη ξαφνικά ένα ξεκλείδωμα μέσα μου και άρχισα να βλέπω τον εαυτό μου και τους κοντινούς μου ανθρώπους μέσα σε κάθε παράσταση, σε κάθε πίνακα, σε κάθε βιβλίο. Τα μοτίβα είναι κοινά και πανανθρώπινα, μεταφέρονται στο παρόν και στο πάντα, γιατί είναι η κοινή ανθρώπινη ουσία που περιέχεται στα έργα.

Χρειάζεται ευαίσθητη ματιά και άνοιγμα της ψυχής για να νοιώσει κανείς τη μαγεία που μας προσφέρει η τέχνη. Τη μαγεία να αναγνωρίσουμε πως όλοι και όλα συνδέονται μεταξύ τους, με απόλυτο και δυναμικό τρόπο.   

 


11. Τα έργα σας έχουν έντονα στοιχεία της ελληνικής κοινωνίας και κουλτούρας. Πώς

επηρεάζει το ελληνικό περιβάλλον τη γραφή σας;

 

Στην ελληνική κοινωνία με γοητεύουν πάρα πολύ όσα είναι διαφορετικά από μένα, έξω από το δικό μου περιβάλλον, έξω από τον χώρο όπου μεγάλωσα. Μέσα από τη γραφή χτίζω περιβάλλοντα στα οποία θα ήθελα να είχα βρεθεί, συνθέτω καταστάσεις που θα είχε ζήσει μια άλλη εκδοχή του εαυτού μου.  Ό,τι είναι κόντρα σε μένα με συναρπάζει. Γι’ αυτό απολαμβάνω περισσότερο να γράφω τις ανδρικές φωνές παρά τις γυναικείες.

 

12. Στην εποχή της τεχνολογίας και της ψηφιακής επικοινωνίας, πιστεύετε ότι το θέατρο

παραμένει εξίσου ισχυρό μέσο για την αφήγηση ιστοριών;

 

Το ζωντανό υλικό, η ανθρώπινη ανάσα, η ζεστασιά, η αύρα δεν μεταφέρονται ψηφιακά.

Η ατμόσφαιρα του θεατρικού χώρου, η μοναδικότητα κάθε παράστασης, το γεγονός ότι αναπνέεις τον ίδιο αέρα με τους ήρωες, και είσαι σχεδόν παρών στα τεκταινόμενα, είναι αισθήσεις  που η τεχνολογία δεν μπορεί να συμπεριλάβει.

Είναι άλλη η συγκέντρωση στο θέατρο και άλλη σε μια live stream παρακολούθηση. Στη θεατρική αίθουσα το κοινό που κάθεται στο σκοτάδι είναι εν δυνάμει ο χορός μιας τραγωδίας. Δεν μετέχει στη δράση, αλλά είναι εκεί παρών και αυτό δεν είναι αμελητέο, ως αίσθηση.

 

13. Υπάρχει κάποιο θεατρικό έργο από την παγκόσμια δραματουργία που σας έχει

επηρεάσει έντονα ως συγγραφέα;

 

Μου αρέσουν οι κλασικοί  Ίψεν, Τένεσι Ουίλλιαμς και Ο’ Νηλ.

Αγαπημένα μου έργα «Οι πόθοι κάτω απ΄ τις λεύκες», «Η Αγριόπαπια», «Το Λεωφορείο ο Πόθος», «Έντα Γκάμπλερ», «Τζων Γαβριήλ Μπόρκμαν». Αλλά και τον «Βυθό» του Γκόρκι θα ήθελα να αναφέρω, όπως και τον Γκόγκολ. Και τον «Γκοντό» του Μπέκετ. Ας σταματήσω εδώ, γιατί θα μακρύνει ο κατάλογος. Τώρα θυμήθηκα και τους «Σιδεράδες» του Νίκολιτς. «Την επιστροφή της γηραιάς κυρίας» του Ντίρενματ...

 

14. Ποια είναι η μεγαλύτερη πρόκληση που αντιμετωπίζετε όταν γράφετε για το θέατρο;

Η ώρα που δανείζω τη φωνή μου σε έναν χαρακτήρα που είναι φορέας του κακού. Είναι κάτι πολύ αντιφατικό, είναι αυτό που δεν είσαι και δεν θέλεις να είσαι, αλλά ξέρεις ότι καταλύτης στο έργο είναι ο «κακός», χωρίς κακό και χωρίς εμπόδιο δεν υπάρχει έργο. Το είχα νοιώσει πολύ έντονα παρακολουθώντας μια Έντα Γκάμπλερ, ότι μοχλός όλου του έργου είναι μια κακία, μια αντιξοοτότητα, ένας δύσκολος χαρακτήρας, οι εμμονές του, η ζήλια του και τα ανεπούλωτα τραύματά του.    Κάθε έργο χτίζεται πάνω σε προβλήματα.  Η ομορφιά και η απόλυτη καλοσύνη, η αθωότητα, η ομόνοια και η ειρήνη που είναι τόσο επιθυμητά, δημιουργούν έναν παράδεισο, αλλά δεν μπορούν μόνα τους να στήσουν ένα έργο.  Στον κόσμο μας οι ήρωες χρειάζονται εμπόδια, για να εξελιχθούν.

 

15. Έχετε κάποια μελλοντικά σχέδια ή έργα που ετοιμάζετε και θα θέλατε να μοιραστείτε με τους αναγνώστες σας;  

 

Έχω έτοιμη μια συλλογή διηγημάτων, θα μπορούσα σταδιακά να εκδώσω και τα άλλα θεατρικά μου έργα, αλλά δουλεύω παράλληλα και ένα σύντομο μυθιστόρημα.

 

16. Υπάρχει κάποια αλλαγή ή εξέλιξη που θα θέλατε να δείτε στον σύγχρονο ελληνικό

θεατρικό χώρο;

 

Με συναρπάζουν οι παραστάσεις σε εναλλακτικούς χώρους, όπως αυτές που είχα παρακολουθήσει παλιά από τη Γιολάντα Μαρκοπούλου, μέσα σε συνεργείο αυτοκινήτων (το «Tejas Verdes»), σε αυλές σπιτιών και σε ταράτσες («Κάρμεν», «Το Χώμα», «Οι Μάγισσες»)  και θα ήθελα να μην εκλείψουν αυτές οι επιλογές. Χωρίς αυτό να σημαίνει ότι δεν απολαμβάνω και τις παραστάσεις στα άνετα καθίσματα των κλασικών θεάτρων.

Κάτι που δεν έχω κατανοήσει είναι γιατί κάποιες εξαιρετικές παραστάσεις, που ανεβαίνουν στα πλαίσια του Φεστιβάλ Αθηνών για δυο-τρεις βραδιές, δεν συνεχίζονται σε κάποια σκηνή τον χειμώνα. Θυμάμαι μια «Λουκρητία Βοργία» του Ουγκώ, σκηνοθ. Μιλιβόγιεβιτς, με Λυδία Φωτοπούλου και Θεοδώρα Τζήμα, εξαιρετική δουλειά, ερμηνείες, σκηνικά, ενδυμασίες, όλα στήθηκαν για δυό παραστάσεις. Επιθυμούσα τόσο πολύ να το ξαναδώ, όπως και άλλα έργα που έχω παρακολουθήσει εκεί, π.χ. «Το ατλαζένιο γοβάκι» του Κλωντέλ, μτφρ. Στρ. Πασχάλη, σκηνοθ. Έφης Θεοδώρου, το «Ramona travel: Η γη της καλοσύνης», της Γλυκερίας Μπασδέκη και της ομάδας bijoux de kant, με Καριοφυλλιά Καραμπέτη. Είναι και πολλά άλλα, έτυχε τούτη τη στιγμή να θυμηθώ αυτά. Απορούσα πάντα με τα έξοδα και τον κόπο των ηθοποιών να μάθουν τους ρόλους μόνο για δυό βραδιές!  

 

17. Πώς θα συμβουλεύατε έναν νέο δραματουργό που ξεκινάει τώρα την καριέρα του;

Να κρύβει μες στους χαρακτήρες μικρά κομμάτια του εαυτού του, των επιθυμιών του, των αδιεξόδων του, των ενθουσιασμών του, ακόμα και των αρνητικών του στοιχείων. Μοτίβα από την ψυχή τη δική του ή των ανθρώπων που γνωρίζει. Να καταθέτει, δηλαδή, μαζί με τη μυθοπλασία και σπέρματα ζωής βιωμένης. Ώστε να μυρίζει σαν άνθρωπος ο ήρωας. Ακόμα και μες στο χάρτινο κείμενο, να ακούγεται η ανάσα του και η καρδιά του που χτυπάει.


Της Αλεξίας Βλάρα, 18/10/2024

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις

Δημήτρης Καλπογιαννάκης: "Το γεγονός πως ‘’άνοιξα’’ τα εσώψυχά μου και όπως γράφω στον πρόλογο "εκτίθεμαι’’ στα μάτια των αναγνωστών ήταν η πρόκληση και ο προβληματισμός προς τον εαυτό μου".