Δημήτρης Μπαλτάς: "Η κοινωνική πραγματικότητα μπολιάζει την ποίηση και κατά κάποιον τρόπο τη βαραίνει, διότι θεωρώ την ποίηση ζωντανό οργανισμό που επηρεάζει και επηρεάζεται από όσα συμβαίνουν γύρω της".
Η νέα ποιητική συλλογή του Δημήτρη Μπαλτά, Υπό καθεστώς ομηρίας (εκδ. Μετρονόμος), συνιστά μια κραυγή διαμαρτυρίας και ταυτόχρονα μια πράξη αντίστασης απέναντι στην κοινωνική αδικία και την ανθρώπινη καταπίεση. Με λόγο άμεσο, ρεαλιστικό και βαθιά πολιτικό, ο ποιητής αποτυπώνει τη σκληρή πραγματικότητα των καιρών μας, δίνοντας φωνή σε όσους παλεύουν για αξιοπρέπεια και ελευθερία. Σε αυτή τη συνέντευξη, ο Δημήτρης Μπαλτάς μιλά για τις πηγές έμπνευσής του, την ποιητική του προσέγγιση και τον ρόλο της ποίησης σε έναν κόσμο που δοκιμάζεται.
- Ποιες είναι οι κύριες θεματικές που εξερευνάτε
στη συλλογή Υπό καθεστώς ομηρίας και πώς αυτές συνδέονται με τη
σύγχρονη κοινωνία;
Αφού σας ευχαριστήσω για την πρόσκληση και το βήμα, οφείλω να πω ότι και σε αυτήν την ποιητική μου συλλογή ακολουθώ, όπως και στις προηγούμενες, τρεις βασικούς άξονες – θεματικές: τον ερωτικό, τον κοινωνικοπολιτικό και τον υπαρξιακό. Με ενδιαφέρει η θέαση τόσο του προσωπικού όσο και του συλλογικού και νομίζω ότι και οι δυο αυτές συνισταμένες ορίζουν το ανθρώπινο. Κάθε άνθρωπος, ειδικά στις μέρες μας, λαμβάνει πολλούς και διαφορετικούς ρόλους μέσα στη μέρα και αντιδρά διαφορετικά στα ερεθίσματα που δέχεται. Χωρίς, λοιπόν, να ξεμακραίνω από τα δικά μου βιώματα και σκέψεις, επιχειρώ να μιλήσω μέσω του ποιητικού υποκειμένου τόσο για τις ερωτικές ανησυχίες και υπαρξιακές αγωνίες του ανθρώπου αλλά και για τη θέση του μέσα στην κοινωνία ως φύσει πολιτικού όντος. Βεβαίως, αυτό το τρίπτυχο καθορίζουν η βιωμένη εμπειρία και η συναισθηματική φόρτιση.
- Το ποίημά σας "Έγκλημα" αναφέρεται σε
κοινωνικά ζητήματα και αγώνες. Πώς βιώνετε εσείς τη σχέση της ποίησης με
την κοινωνική πραγματικότητα;
Τη θεωρώ
αναπόσπαστη. Η κοινωνική πραγματικότητα μπολιάζει την ποίηση και κατά κάποιον
τρόπο τη βαραίνει, διότι θεωρώ την ποίηση ζωντανό οργανισμό που επηρεάζει και
επηρεάζεται από όσα συμβαίνουν γύρω της. Και ο ποιητής δεν μπορεί σε καμία
περίπτωση να απεκδύεται τον ρόλο του ως πολίτη, ως μετόχου στο κοινωνικό
γίγνεσθαι. Οφείλει να παίρνει θέση, να παρατηρεί και να καταγράφει τη δική του
αλήθεια και οπτική γύρω από τα μείζονα ζητήματα που απασχολούν και πληγώνουν
την εποχή του. Χωρίς να χάνει την προσωπικότητά του και τη διακριτή ποιητική
του φωνή, χωρίς να λειτουργεί εν βρασμώ και χωρίς να παρασύρεται από τη διαρκώς
ανατροφοδοτούμενη επικαιρότητα, μπορεί να ιχνηλατεί καίρια ζητήματα και
παθογένειες που διατρέχουν τον κοινωνικό ιστό και, σαφώς, αυτό που ονομάζουμε
πολιτικό σύστημα και να καταθέτει τη δική του ματιά.
- Πώς προσεγγίζετε τη διαδικασία γραφής; Υπάρχουν
συγκεκριμένα τελετουργικά ή περιβάλλοντα που σας εμπνέουν;
Νομίζω ότι η
γραφή σε βρίσκει. Μιλώντας σε προσωπικό επίπεδο έχω αντιληφθεί ότι το ερέθισμα
που θα δώσει το έναυσμα για κάτι που μπορεί να γίνει ποίημα, έρχεται οπουδήποτε
και οποτεδήποτε. Τις περισσότερες φορές με βρίσκει απροετοίμαστο, γιατί ένα
χαρακτηριστικό που έχουμε μάλλον όλοι, όσοι γράφουμε, είναι η προσοχή μας στις
λεπτομέρειες, σε πράγματα, ακούσματα, εικόνες, γεγονότα, τα οποία εκ πρώτης
όψεως περνούν απαρατήρητα από άλλους, όχι όμως και από τους ποιητές, οι οποίοι
μπορεί να εμπνευστούν από τα πάντα, ανάλογα με το πώς θα τους βρει το κάθε
ερέθισμα, ανάλογα με την ψυχική και συναισθηματική τους κατάσταση ακριβώς τη
στιγμή εκείνη που αυτό λαμβάνει χώρα. Και μπορεί να περάσουν μέρες και μήνες,
μέχρις ότου ένα ερέθισμα, μια προσλαμβάνουσα να κατατεθεί στο χαρτί. Μπορεί να
ξεχαστεί και να επανέλθει στη μνήμη, μπορεί να αλλάξει όψη ή και να
ανασημασιοδοτηθεί. Προσωπικά, γράφω πάντα νύχτα με τη νήδυμη σιωπή ως
απαραίτητη προϋπόθεση και ως ακριβό συμπαραστάτη.
- Πώς επιλέξατε τον τίτλο Υπό καθεστώς ομηρίας;
Ποιες είναι οι ερμηνείες που θέλετε να δώσετε στον αναγνώστη;
Η ομηρία είναι
συμβολική και πολυπρισματική. Ο σύγχρονος άνθρωπος θεωρώ ότι βιώνει πολλές και
διαφορετικές καταστάσεις που τον κρατούν δέσμιο. Είτε στην προσωπική του ζωή
είτε σε ό,τι έχει να κάνει με τη θέση του στη δημόσια σφαίρα. Πολλές φορές
εγκλωβίζεται συναισθηματικά και αντιμετωπίζει ψυχοσωματικά τις συνέπειες αυτής
της ανελευθερίας. Αυτή η ομηρία βρίσκεται σε απόλυτη σύμπνοια με το θεματικό
τρίπτυχο, το οποίο συζητήσαμε νωρίτερα. Ο υπαρξιακός στοχασμός, η σχέση του
ανθρώπου με τον εαυτό του και η θέση του πρώτου στον κόσμο, οι αγωνίες και οι
αναζητήσεις του σε καθαρά ατομικό επίπεδο, σίγουρα υπεισέρχονται και επηρεάζουν
τις διαπροσωπικές του σχέσεις, όπου και εκεί καλείται να αντιμετωπίσει τον
εαυτό του σε σχέση με μια άλλη μονάδα, με ένα άλλο άτομο. Και αν πάμε ένα βήμα
παραπέρα, ο ίδιος άνθρωπος καλείται να αφουγκραστεί τον κοινωνικό του περίγυρο
και να δει τη διακριτή του οντότητα στο συλλογικό της πλαίσιο. Σε αυτήν,
λοιπόν, την πορεία, από τον εαυτό στα αγαπημένα πρόσωπα και από αυτά στον έξω
κόσμο, της κοινωνίας μας, πολλές φορές ο άνθρωπος συναντά δυσθεώρητα εμπόδια
που τον πνίγουν και τον καθιστούν ευάλωτο και αδύναμο. Υπό αυτήν την έννοια
προσπαθώ μέσω του ποιητικού λόγου να χαρτογραφήσω κάποιες παραμέτρους
συναισθηματικής ομηρίας και να τις συζητήσω με τον αναγνώστη.
- Στην ποιητική σας γραφή, διακρίνεται μια ισχυρή
ρεαλιστική προσέγγιση. Πώς διαμορφώνεται η σχέση σας με την πραγματικότητα
κατά τη διάρκεια της δημιουργικής διαδικασίας;
Ο Ντίνος
Χριστιανόπουλος έλεγε ότι “μια
ποίηση που δεν κρατιέται γερά απ’ τον ρεαλισμό, δεν είναι ποίηση”. Μια
διαπίστωση την οποία υπερασπίστηκε με το έργο του και η οποία με βρίσκει
απόλυτα σύμφωνο. Απορρίπτω το δόγμα «η τέχνη για την τέχνη» και υιοθετώ
απαρέγκλιτα το δόγμα «η τέχνη για τον άνθρωπο» με μια παραπάνω διαπίστωση: ο
ποιητικός λόγος μπορεί να είναι μεταφορικός, υπαινικτικός, ενίοτε ελλειπτικός ή
και μαγικός, και οι όροι του μοντερνισμού – ειδικά σε ό,τι αφορά στο άλογο/
ανοίκειο στοιχείο – έχουν θέση σε αυτόν, αρκεί να μην καπηλεύονται την ποιητική
πρόθεση, η οποία πρέπει να είναι ξεκάθαρη. Έτσι, λοιπόν, ο ρεαλισμός στον
ποιητικό λόγο είναι η πλέον βασική προϋπόθεση, κατά τη γνώμη μου, ώστε το
ποίημα να πετύχει τον στόχο του, όποιος κι αν είναι αυτός.
- Έχετε αναφερθεί σε διάφορες μορφές αγώνα. Πώς
θεωρείτε ότι η ποίηση μπορεί να συμβάλλει σε αυτούς τους αγώνες;
Σε ό,τι έχει
να κάνει με τους κοινωνικούς αγώνες, η ποίηση δεν αλλάζει τα πολιτικά
συστήματα, δε ρίχνει κυβερνήσεις και σε εξαιρετικά σπάνιες περιπτώσεις
λειτουργεί ως μπροστάρης σε μεγάλες λαϊκές κινητοποιήσεις, ωστόσο ο ποιητικός
λόγος μπορεί να διαμορφώσει, έως έναν βαθμό, συνειδήσεις και μπορεί να
τοποθετήσει σε νέα βάση την αντίληψή μας γύρω από τους λόγους που καθιστούν
επιτακτικά αναγκαίο την επαγρύπνηση και τον αγώνα του λαού απέναντι στην
εξουσία και τη διαφθορά της. Από την άλλη σε ό,τι έχει να κάνει με τον
προσωπικό, εσωτερικό αγώνα που όλοι δίνουμε συνδιαλεγόμενοι ή και συγκρουόμενοι
με τον εαυτό μας αλλά και με τη ζωή και τους όρους της, η ποίηση δυνητικά
μπορεί να μας προσφέρει μια ανακούφιση, ένα καταφύγιο. Μπορεί να μας δώσει τον
χώρο να αναπνεύσουμε στο μεσοδιάστημα των λέξεων και να αντλήσουμε οξυγόνο από
τα νοήματα που οι τελευταίες κυοφορούν. Μπορεί ο ποιητικός λόγος να μας
καταστήσει κοινωνούς του αλλά και αποσυνάγωγους, καθώς προσεγγίζοντάς τον
ενδέχεται να βρούμε κομμάτια του εαυτού μας ταιριαστά μα και ανόμοια. Κι εμείς
ενδέχεται να τον καλοδεχτούμε ή να τον απορρίψουμε.
- Ποιες είναι οι βασικές επιρροές σας, είτε από
άλλους ποιητές είτε από κοινωνικά κινήματα, που σας καθοδηγούν στη γραφή
σας;
Οι επιρροές
από τα διαβάσματα ποικίλουν και διαρκώς ανανεώνονται. Δεν είναι τόσο σταθερές
με την έννοια ότι στο διάβα του χρόνου μεταβάλλονται τόσο οι ανάγκες όσο και οι
απαιτήσεις από αυτά που επιλέγω ή που τυχαίνει να διαβάσω. Πάντως, όσον αφορά
στο κοινωνικό κίνημα, ήμουν εξαρχής οπαδός των λαϊκών αγώνων και των αγώνων του
προλεταριάτου, επομένως η ποίηση των συντεταγμένων με τον λαό ποιητών με
επηρέασε βαθιά. Τέτοια ήταν αναμφίβολα η ποίηση του Γιάννη Ρίτσου και του Τάσου
Λειβαδίτη. Επιπλέον, με συγκίνησε από πολύ νωρίς η ποίηση του Καβάφη για την
καθαρότητα και την ευθυβολία της γραφής του, του Καρυωτάκη για την έμφυτη και
τρυφερή μελαγχολία αλλά και τη σατυρική διάσταση του λόγου του, και του
Καββαδία για τον εξωτισμό, τη φιλοπαίγμονα διάθεσή του και τον τρόπο που
προσέγγιζε τη βιωτή υπό το πρίσμα του δικού του θαλασσινού κόσμου. Ακόμα, με
συγκινεί η ρεαλιστική γραφή του Ντίνου Χριστιανόπουλου, στον οποίο ήδη
αναφέρθηκα, και η σκηνοθεσία της ποιητικής μινιατούρας του Χρίστου Λάσκαρη.
Ξεχωρίζω την Κατερίνα Αγγελάκη-Ρουκ για την εκφραστική αμεσότητα και το τραύμα
που γλείφει ο ποιητικός της λόγος προσπαθώντας να το επουλώσει, και την
Κατερίνα Γώγου για τα ιδανικά και την εξεγερτική διάθεση του λόγου της μα,
κυρίως, για την πίστη της στον Άνθρωπο. Από τους ξένους, σίγουρα, η χορεία των
καταραμένων Γάλλων ποιητών μού ασκεί μια ιδιαίτερη γοητεία, όπως και η ποίηση
του Φερνάντο Πεσσόα, του Πάμπλο Νερούδα και του Πιερ Πάολο Παζολίνι. Θα ήταν
μεγάλη παράλειψη να μην αναφέρω την ανεπιτήδευτη, πάλλουσα εκφραστικότητα και
τη σπαραχτική ειλικρίνεια των στίχων του Λόρκα και του Μπρεχτ. Σίγουρα αδικώ
πολλούς μα η λίστα δεν τελειώνει ποτέ…
- Στη συλλογή σας, οι λέξεις φαίνεται να είναι
«παλλόμενες» με ένταση. Πώς επιτυγχάνετε αυτή τη συναισθηματική φόρτιση
στους στίχους σας;
Με τιμά αυτή
σας η διαπίστωση και, πράγματι, χαίρομαι αν το καταφέρνω, έστω και σε μικρό
βαθμό. Όπως ανέφερα προηγουμένως, θεωρώ την ποίηση ζωντανό οργανισμό που
προσπαθεί (και ελπίζει) να μιλήσει στον αναγνώστη, να του πει κάτι που τον
αφορά ή που δεν ξέρω ακόμη ότι τον αφορά. Να του προκαλέσει ένα συναίσθημα, να
τον “αγγίξει” και να
κουβεντιάσει με το ποίημα, να το ενστερνιστεί ή να το απορρίψει. Σε αυτή τη
διαδικασία οι λέξεις έχουν τον πλέον κυρίαρχο ρόλο. Προσπαθώ για την οικονομία
στον λόγο και δεν κρύβω ότι ως αναγνώστης προτιμώ τα ολιγόστιχα ποιητικά
κείμενα με τα απαράμιλλα πυκνά και διαχρονικά νοήματα. Άλλωστε, νομίζω ότι οι
λεκτικές συνάψεις πρέπει να είναι πολύ προσεγμένες στον ποιητικό λόγο και να
δονούν τον αναγνώστη βάζοντάς τον στη διαδικασία να αναμετρηθεί μαζί τους.
Μπορεί να κερδίσει, μπορεί και να χάσει. Μπορεί να αγαπήσει ή να μισήσει ένα
ποίημα. Μα το σημαντικό είναι να μιλήσει μαζί του, ακόμα κι αν τον πονά. Όμως
αυτό θα το καταφέρει, μονάχα αν οι λέξεις δομούν ένα συμπαγές φυσικό αποτέλεσμα
και στηρίζουν ακλόνητα αυτό που υπερασπίζονται. Ειδάλλως, το ποίημα θα
καταρρεύσει και ο αναγνώστης δικαίως θα το προσπεράσει. Και μην ξεχνάμε ότι η
ποίηση, όπως κάθε τέχνη, ενδιαφέρεται πρωτίστως να μιλήσει στην καρδιά του
αποδέκτη της και, έπειτα στον νου του. Εκεί έγκειται η όποια επιτυχία της.
- Έχετε δημοσιεύσει πέντε ποιητικές συλλογές πριν
από την τρέχουσα. Πώς έχει εξελιχθεί η γραφή σας μέσα στα χρόνια και τι
έχει αλλάξει;
Δεν ξέρω αν
μπορώ να μιλήσω εγώ για αυτό. Χρειάζεται οπωσδήποτε μια απόσταση από το έργο
του κάθε ποιητή και, ευρύτερα, του κάθε καλλιτέχνη, προκειμένου να δούμε αν
όντως υπάρχει κάποια εξέλιξη, αν έχει διαφοροποιηθεί η ματιά του στο διάβα του
χρόνου (όπου στην αρχή τα πρώτα βήματα είναι πιο δειλά και σταδιακά
εξελίσσονται, πιο στέρεα και διακριτά) και αν τώρα αντιμετωπίζει διαφορετικά
κάποια πράγματα, αν μιλά αλλιώτικα για αυτά και αν, εν τέλει, έχει μεταβληθεί –
και σε ποιο βαθμό – η τέχνη του. Πιστεύω ότι αισθητικά και υφολογικά πατώ πιο
γερά όσο περνά ο χρόνος, με την έννοια ότι έχω κατασταλάξει στον τρόπο που
επιθυμώ να εκφράζω όσα θέλω να πω. Σίγουρα, και μορφολογικά και θεματικά,
υπάρχουν μεταβολές, κατά τη γνώμη μου, αναγκαίες. Εντούτοις, δε νομίζω ότι έχω
ξεφύγει από τα θέματα που εξαρχής με απασχολούσαν, αλλά η διαφοροποίηση
εστιάζεται στον τρόπο εκφοράς τους, σε κάποιες εκφραστικές επιλογές, οι οποίες,
ενδεχομένως, είναι πιο ξεκάθαρες και πιο ευθείες. Σε κάθε περίπτωση, πρόκειται
για ένα ζήτημα για το οποίο δεν μπορώ να αποφανθώ ο ίδιος.
- Ποια είναι τα επόμενα λογοτεχνικά σας σχέδια;
Σκοπεύετε να εξερευνήσετε άλλες μορφές γραφής ή να συνεχίσετε με ποιήματα;
Επειδή το Υπό καθεστώς ομηρίας είναι πολύ νωπό, δε
σχεδιάζω κάτι στο άμεσο μέλλον. Ενδέχεται να υπάρξουν κάποιες συμμετοχές μου σε
συλλογικά έργα. Περιστασιακά γράφω κάποια μικρά πεζά μα παραμένω πιστός στην
ποίηση, χωρίς να σκέφτομαι να δοκιμαστώ συστηματικά και εκδοτικά σε κάποιο άλλο
λογοτεχνικό είδος. Νομίζω ο ποιητικός λόγος με καλύπτει.
Σας ευχαριστώ
για την πολύ ενδιαφέρουσα κουβέντα μας. Ειλικρινά, τη χάρηκα! Να είστε καλά!
Της Αλεξίας Βλάρα, 04/03/2025
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου