Άλκηστη Ηλιάδη: "Η ανάγκη ελέγχου της ζωής και η σχεδόν αρρωστοφοβική αντιμετώπισή της έπρεπε να αντικατασταθεί από δράση, αναμέτρηση και πραγματική ζωή".

Με το «Ψ.», η Άλκηστη Ηλιάδη παρουσιάζει ένα βαθιά προσωπικό και ταυτόχρονα πανανθρώπινο έργο, ένα ταξίδι αυτογνωσίας που γεννήθηκε μέσα από τον φόβο, τον έλεγχο και την ανάγκη για λύτρωση. Η ντουλάπα γίνεται σύμβολο εγκλωβισμού και απελευθέρωσης, ενώ η σχέση των δύο ηρώων κινείται ανάμεσα στο τραύμα, το φως και το χιούμορ. Στη συνέντευξη που ακολουθεί, η δημιουργός μιλά για το πώς η τέχνη μετατρέπει τις σιωπές σε φωνή και πώς το «Ψ.» καλεί τον θεατή να αναμετρηθεί με τη δική του εσωτερική αλήθεια.

Άλκηστη Ηλιάδη

Το «Ψ.» είναι ένα έργο που συνομιλεί με τη σιωπή, με όσα δεν ειπώθηκαν ποτέ. Ποια στιγμή ή ποια εσωτερική ανάγκη στάθηκε η αφετηρία γι’ αυτή την ιστορία;

Το «Ψ.» με συνάντησε αρχικά σαν αυτοσχεδιαστικός μονόλογος, σε μία περίοδο της ζωής μου που η ανάγκη μου να έχω έλεγχο πάνω στην ανεξέλεγκτη καθημερινότητα - και φυσικά στην απρόβλεπτη ζωή- με είχε εγκλωβίσει σε μία καθημερινή εξαντλητική και καταπιεστική ιεροτελεστία καθαρίσματος και απολύμανσης του σπιτιού μου σε βαθμό που άγγιζε τον ψυχαναγκασμό.  Κάποια στιγμή, ζούσα σχεδόν μόνο για να καθαρίζω. Κι όταν δεν καθάριζα, φυτοζωούσα. Πλάθοντας την ηρωίδα μου, την Ψουψούλα, η συνειδητοποίηση ήταν κεραυνοβόλα. Η ανάγκη ελέγχου της ζωής και η σχεδόν αρρωστοφοβική αντιμετώπισή της έπρεπε να αντικατασταθεί από δράση, αναμέτρηση και πραγματική ζωή. Ήταν η ώρα να σπάσει αυτός ο φαύλος κύκλος. Για να ψηλαφίσω το περίγραμμα της Ψουψούλας, βούτηξα προς τα «μέσα» κι έτσι διαπίστωσα εμβρόντητη την ανάγκη μου να δημιουργώ στεγανά και δήθεν βεβαιότητες, πάνω στην κινούμενη άμμο της ζωής. Ήρθα αντιμέτωπη με τις ανασφάλειες, τους εγκλωβισμούς, τις περιοριστικές πεποιθήσεις που με ακινητοποιούσαν μπροστά στην πραγματική εμπειρία της ζωής. Και τότε, η συγγραφή του «Ψ.»  έγινε η λύτρωσή μου.

Η “ντουλάπα” λειτουργεί ως ένα είδος προσωπικού καθαρτηρίου, ένας τόπος φόβου αλλά και εν δυνάμει λύτρωσης. Πώς γεννήθηκε αυτή η τόσο δυνατή μεταφορά;

Αθώα στην αρχή, από ένα παιδικό παιχνίδι, όπου η ντουλάπα ήταν το δικό μου θέατρο, η σκηνή της προσωπικής μου αποκάλυψης. Σταδιακά, ωστόσο, διαισθανόμενη και τους περιορισμούς που γεννούσε παράλληλα με την ασφάλεια του «καταφυγίου», προβληματίστηκα σχετικά με το πραγματικό της «πρόσημο» στην πορεία μας. Είναι η ασφάλεια μας από την οποία ξεπηδούν απελευθερωμένοι οι μέσα εαυτοί μας; Ή είναι τα δεσμά που τους κρατούν δήθεν ασφαλείς αλλά καταπιεσμένους; Τις ντουλάπες τις κρατάμε ερμητικά κλειστές γεμάτες  σκελετούς και ματαιώσεις ή τις ανοίγουμε διάπλατα και τις αναγάγουμε σε λυτρωτικές κολυμπήθρες;

Η ντουλάπα είναι για μένα το οικείο βίωμα. Με το οποίο αισθανόμαστε ασφαλείς (ακόμη κι αν είναι κακοποιητικό) και τείνουμε να το επαναλάβουμε ως μοτίβο σε όλες τις επιλογές μας. Όμως, ανά περιόδους, με ειλικρίνεια, χρειάζεται να το επαναξιολογούμε. Είναι όντως ή φαινομενικά ασφαλές για εμάς; Πόσο έχουμε εξελιχθεί σε σχέση με τον παιδικό μας εαυτό; Μήπως ήρθε η ώρα να ψηλαφίσουμε εκείνα τα εγκλωβιστικά τραύματα και να απελευθερωθούμε από την επίδρασή τους; Η έκθεσή μας στα δύσκολα, στα άβολα, στα μη ασφαλή νερά σταματά τότε να μοιάζει με φυλακή και γίνεται «μήτρα» νέας ζωής. Έτσι, εμείς είμαστε ο καταλύτης του απεγκλωβισμού μας.

Μιλάτε για ένα “τρυφερό και βίαιο ταξίδι προς τα μέσα”. Πώς κρατάτε στη σκηνή αυτή την εύθραυστη ισορροπία ανάμεσα στο τραύμα και στο φως, στο πόνο και στο χιούμορ;

Η σκηνική χημεία με τον Τάσο Αλατζά (“Ψ.») είναι το κλειδί της ισορροπίας! Θα την αποκαλούσα «υψηλή κοπτοραπτική»! Το έργο είναι παιχνίδι για δύο, που πρέπει να είναι σκηνικά απόλυτα συντονισμένοι, συνδεδεμένοι και παρόντες. Έτσι, εξελίσσεται σε μία θεατρική μέθεξη, με άξονα τη δυναμική που αναπτύσσεται μεταξύ των ηθοποιών. Καθώς είναι ένα συνεχές δούναι και λαβείν ενέργειας, μια αρένα ανατροπών και συγκρούσεων, σε κειμενικό και σκηνοθετικό επίπεδο, η σχέση που υφαίνεται σκηνικά με αλήθεια και ακρίβεια, αλλά και εναλλασσόμενες δυναμικές, βρίσκεται στο επίκεντρο αυτής της εύθραυστης ισορροπίας. 

Ο τίτλος “Ψ.” είναι λιτός, υπαινικτικός, σχεδόν σαν ψίθυρος. Τι σημαίνει για εσάς αυτό το “Ψ.”; Είναι συντομογραφία της ψυχής, του ψέματος, της ψυχανάλυσης ή κάτι άλλο πιο μυστικό;

Σίγουρα εμπεριέχει νοηματικά όλα όσα εύστοχα αναφέρετε. Μιλά για την ψυχή, για την καταβύθιση σε αυτή και την θεραπευτική σχέση που αναπτύσσεται ανάμεσα σε έναν θεραπευτή και τον θεραπευόμενό του αλλά και ανάμεσα σε έναν Άνθρωπο και τον Εαυτό του. Η αναζήτηση της αλήθειας μας επιτυγχάνεται ουσιαστικά μόνο με τον αφοσιωμένο και ενδελεχή διάλογό μας με τον Είναι μας. Η θεραπευτική σχέση που αναπτύσσουμε με τον καθοδηγητή μας σε αυτή την πορεία, είναι εξωτερική. Η βαθιά ίαση, ωστόσο, έρχεται από τα μέσα μας. Το «ψι» είναι η τελευταία ευκαιρία μας να αρθρώσουμε τη φωνή μας, πριν το οριστικό τέλος του «ωμέγα». Για την Ψουψούλα, είναι η συνειδητοποίηση ότι, πριν το τέλος, έχει τη δύναμη να καθορίσει τη μοίρα της.

Επίσης, από σημειολογικής πλευράς, το Ψ. είναι τρίαινα. Το όπλο που επαναφέρει την ισορροπία, μέσα από τις τρεις λόγχες του, τη Δημιουργία, την Επιβίωση μα και την Καταστροφή, που είναι εγγενή στοιχεία του έργου.

Τέλος, είναι η αρμονία. Το «ψι», είναι ένα διπλό σύμφωνο της ελληνικής γλώσσας που προφέρεται μόνο όταν αρθρώσουμε ταυτόχρονα και ισορροπημένα δύο σύμφωνα,  το «π» και το «σ» . Το «π» της πάλης συναντά το «σ» της σιωπής, κι όταν προφέρονται μαζί, μας δίνουν το αρμονικό «Ψ.».

Οι ήρωές σας, η Ψουψούλα και ο Ψ., μοιάζουν να παίζουν ένα παιχνίδι καθαρμού και αυτογνωσίας. Είναι ένα εσωτερικό “pasodoble” ανάμεσα στο Εγώ και το Άλλο;

Ακριβώς. Είναι μία επώδυνη και απελευθερωτική ταυρομαχία, με εναλλασσόμενους ρόλους, ανάμεσα στο Εγώ και το Εμένα, στο Εγώ και το Άλλο. Το δίπολο, ανεξαρτήτως της ταυτότητας των «πόλων», είναι οργανικό στοιχείο του έργου. Πυρηνικό, θα έλεγα. Πηγάζει με την εγγενή αντίθεση που έχουν τα άκρα και κυρίως με τη δυναμική που αναπτύσσεται μεταξύ τους, η οποία μπορεί να είναι συνθετική των δυνάμεών τους ή να τις αποδομεί πλήρως. Αυτή η πάλη μεταξύ των άκρων βρίσκεται στον πυρήνα του έργου. Και η έκβασή της εξαρτάται απόλυτα από την ατομική επιλογή, τη θέση μας απέναντι στο Φως και το Σκοτάδι.



Το έργο ακροβατεί ανάμεσα σε ρεαλισμό και παραμύθι, καθημερινότητα και φαντασία. Πώς επιδιώκετε να κρατήσετε αυτό το υβριδικό, “ενδιάμεσο” ύφος στη σκηνοθεσία;

Επιτυγχάνεται, νομίζω, με τη δυναμική και την ελευθερία που προσδίδει η θεατρική σύμβαση στη σκηνοθεσία. Αρχικά το αφαιρετικό και πολυμορφικό σκηνικό αντικείμενο που δεσπόζει, ενώ παράλληλα αποδομείται, επανασυγκολλάται, εξαρθρώνεται και ανασυντίθεται, από μόνο του είναι παράγοντας αυτής της υβριδικής προσέγγισης της αλήθειας. Τίποτα δεν είναι όπως φαίνεται, τίποτα δεν φαίνεται ακριβώς όπως είναι. Επίσης, συνδυάζοντας τυπικές, «κανονικές
 συνθήκες αλληλεπίδρασης (πώς δύο πλάσματα συνδιαλέγονται, τσακώνονται, φιλιώνουν, χορεύουν, αλληλοτραυματίζονται, θυμώνουν, αγαπιούνται και εξοντώνονται, σε άχρονο και απροσδιόριστο τόπο και τέλος η καταλυτική παρουσία της μουσικής που από τρυφερή ανάμνηση μετεξελίσσεται σε δυστοπική αναμέτρηση.

Το «Ψ.» μιλάει για τη φωνή που ζητά να ακουστεί. Ως δημιουργός, ποιο ήταν το δικό σας πιο σιωπηλό κομμάτι που επιτέλους βρήκε φωνή μέσα από το έργο;

Η δημιουργικότητα και η αυτοίαση. Η συνειδητοποίηση ότι μέσα από την δημιουργία έχουμε την ακλόνητη δύναμη να διαμορφώνουμε την πραγματικότητα μέσα στην οποία ποθούμε να ζούμε. Και η πίστη ότι, αν έχουμε την θέληση, δημιουργούμε εμείς τον τρόπο και τα μέσα να αλλάξουμε το ρου της ζωής μας. Κι αυτό είναι καταλυτικά ιαματικό για την ύπαρξή μας. Πριν το «Ψ.» και τα δύο αυτά κομμάτια της ύπαρξής μου ήταν σιωπηλά και εγκλωβισμένα.

Η παράσταση συνδυάζει λόγο, τραγούδι και σωματική έκφραση. Πώς λειτουργούν για εσάς τα τραγούδια μέσα στη ροή; Είναι αναπνοές, σχόλια ή μορφές εξομολόγησης;

Θα έλεγα ότι τα τραγούδια είναι η συνισταμένη αυτών που αναφέρετε. Η μουσική είναι οργανικά συνδεδεμένη με το έργο και σύμφυτη με τη ροή, εμπνευσμένη και ενορχηστρωμένη αποκλειστικά για την παράσταση από τον Οδυσσέα Αποστολόπουλο. Τα τραγούδια λειτουργούν ως νησίδες ασφάλειας για την έκφραση των πιο μύχιων σκέψεων των ηρώων αλλά και ως αιχμές ανατροπής για την εξέλιξη της δράσης. Έχουν ταυτόχρονα εσωτερικότητα αλλά και μια μετασχηματιστικά εξωστρέφεια. Είναι οι αναπνοές που μας ψηλώνουν αλλά και ο αέρας που εκπνέεται βασανιστικά όταν η πραγματικότητα μας στραγγαλίζει.

Αν το «Ψ.» ήταν ένας καθρέφτης, ποιο πρόσωπο θα βλέπατε να σας κοιτάζει πίσω; Της συγγραφέα, της γυναίκας ή της μικρής Άλκηστης που κάποτε κρύφτηκε στη “ντουλάπα”;

Θα ήθελα μέσα από τον καθρέφτη του « Ψ.» να με κοιτάζει η Άλκηστη του Σήμερα. Στο «Ψ.» οφείλω την αυγή μιας νέας εποχής που ξημέρωσε μέσα μου το 2018 όταν άρχισε να δημιουργείται. Έγινε ο δρόμος να συναντήσω την ολοκληρωμένη καλλιτεχνική ταυτότητά μου αλλά και την παλέτα των εκφραστικών δυνάμεων που φωλιάζουν μέσα μου. Τόσο των σκοτεινών ανασταλτικών όσο και των μετασχηματιστικά φωτεινών.  Αυτό που είμαι σήμερα καλλιτεχνικά έχει γεννηθεί μέσα από το «Ψ.».

Τι ελπίζετε να πάρει μαζί του ο θεατής φεύγοντας από την παράσταση; Μια απάντηση, ένα γέλιο, ένα δάκρυ ή την επιθυμία να ανοίξει τη δική του ντουλάπα;

Όλα και σε μεγάλη δόση!

Το «Ψ.» εμπεριέχει τεράστιο φάσμα από την παλέτα των συναισθημάτων μας. Είναι Παιδί της απελπισίας αλλά κοιτάζει προς το Φως. Και επειδή ισορροπεί πάντα μεταξύ «ξεσκονόπανου» και «αστερόσκονης», είναι πολυεπίπεδα επιδραστικό. Δε θα δώσει σίγουρα έτοιμες απαντήσεις. Δεν είναι, άλλωστε, αυτός ο ρόλος του θεάτρου. Ο ρόλος του είναι να γίνεται αφορμή για σκέψη και μετεξέλιξη. Η πραγματική αιτία που μας ωθεί στην αλλαγή είναι μέσα μας. Το «Ψ.» απλώς την φωτίζει. Άλλοτε με γέλιο, άλλοτε με συγκίνηση και δάκρυ, άλλοτε με οργή. Ακόμη όμως κι αν δεν ανοίξει κανείς την δική του Ντουλάπα, σίγουρα μετά το «Ψ.» θα σταθεί διαφορετικά απέναντί της. Κι αυτό είναι ήδη μια μετασχηματική ανατροπή.

 Βλάρα Αλεξία

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Είδαμε και προτείνουμε: «Οδύσσεια» από τον Μικρό Βορρά Μια παράσταση–ταξίδι

Ακούσαμε και προτείνουμε: «Όταν η φωνή παίρνει τον χώρο: Η Νικολέττα Φιλιππάκη σε μια βραδιά χωρίς άμυνες»

Είδαμε και προτείνουμε: Ύβρις Μια Παράσταση του Νίκου Τουλιάτου για ένα Ρυθμοποιητικό Θέατρο με την ομάδα Ηχοποιοί

Είδαμε και προτείνουμε: «Δεσμώτης» της Νατάσας Σίδερη

Μαρία Φεγγάρη: "Το βιβλίο γράφτηκε από μια προσωπική μου ανάγκη να ακολουθήσω ένα μονοπάτι εσωτερικής ενδοσκόπησης".