Το βιβλίο της εβδομάδας: "Ξέχνα τις αναμνήσεις" της Ντιάνας Παλαιολόγου
Ντιάνα Παλαιολόγου
«Ξέχνα τις αναμνήσεις»
μυθιστόρημα
ISBN: 978-960-9585-66-8
σελ.: 384
σχήμα: 14x20,5 cm
τιμή: 16€ με ΦΠΑ
(-10%): 14.40€ με ΦΠΑ
Γεννημένη ως τρίτο και ανεπιθύμητο κορίτσι μιας εύπορης οικογένειας της επαρχίας, η Ντόνα γνωρίζει αρχικά την αγάπη μόνον από τους στενούς συγγενείς. Η ανέμελη παιδική της ηλικία διακόπτεται βίαια, όταν ο ανήσυχος και προβληματικός πατέρας της, Ιωνάς, μετά την πτώχευση της οικογένειας μεταναστεύει για ν’ αναζητήσει την πρόοδο και τον πλούτο που έχασαν. Σταδιακά ξεριζώνει τις τρεις κόρες και τη γυναίκα του από την ήσυχη ζωή στο αρχοντικό, αλλά και από τη θαλπωρή της πατρίδας, τάζοντας σπουδές λαμπρές, πλούτη και αναγνώριση. Σύντομα όμως οι υποσχέσεις του παγιδεύουν τις τέσσερις γυναίκες σε μια ψυχρή ζωή.
Ο Ιωνάς, με τις συμπεριφορές του και τις σκληρές απόψεις του για τον θεσμό της οικογένειας, καταφέρνει να διχάσει και ν’ απομονώσει τόσο τις αδερφές μεταξύ τους όσο και με τη μητέρα τους. Ο ίδιος ορίζει τη ζωή της Ντόνας, θέτοντάς της αυστηρούς όρους σπουδών, φιλικών σχέσεων, γάμου, παρά τις αντιδράσεις της. Η μόλις εικοσάχρονη Ντόνα δεσμεύεται έτσι σ’ έναν αταίριαστο γάμο με τον Παύλο, που κι αυτόν παγιδεύει μεθοδευμένα ο Ιωνάς.
Αντέχει άραγε η Ντόνα τα σκληρά χρόνια που θ’ ακολουθήσουν, γεμάτα κακοποίηση και απανωτές προσβολές; Ανάμεσα σ’ όλα εκείνα που έχουν σημαδέψει τη ζωή της, από πού αντλεί δύναμη και χτίζει σιγά σιγά την καριέρα της; Όταν κάποτε ξεκινάει μια καινούργια ζωή, μπορεί να πιστέψει σ’ αυτήν; Πώς μπορεί να εμπιστευτεί ό,τι συναρπαστικό φέρνει αυτή η ζωή μαζί της;
Βιογραφικό σημείωμα
Η Ντιάνα Παλαιολόγου γεννήθηκε στη Μεσσηνία και μεγάλωσε στη Βαυαρία. Σπούδασε επιστήμες θεάτρου, παιδαγωγικά και ψυχολογία στο πανεπιστήμιο του Μονάχου και πήρε διδακτορικό δίπλωμα στη φιλοσοφία.
Εργάστηκε αρχικά ως δασκάλα, στη συνέχεια ως επιστημονική συνεργάτης του πανεπιστημίου του Μονάχου, και για αρκετά χρόνια ως συντονίστρια εκπαίδευσης εξωτερικού.
Έχει εκδώσει τα βιβλία: «Ένα διεθνές curriculum για τη διαπολιτισμική εκπαίδευση», Ατραπός, 2005 και «Πέντε σύγχρονα παιδαγωγικά ζητήματα», Ατραπός, 2006. Το «Ξέχνα τις αναμνήσεις» είναι το πρώτο της μυθιστόρημα.
«Ξέχνα τις αναμνήσεις», το πρώτο σας
μυθιστόρημα , πώς αισθάνεστε για αυτό και τι πραγματεύεται το νέο σας βιβλίο;
Πώς
αισθάνομαι για το πρώτο μου μυθιστόρημα, που και μόνον η σκέψη του με
συνέπαιρνε για χρόνια πολλά; Πώς αλλιώς αν όχι υπέροχα, που μπόρεσα να το
κρατήσω στα χέρια μου ένα όμορφο βιβλίο!
Στο
αγαπημένο αυτό έργο μου, με συνεπήρε το ταξίδεμα σε μια ζωή. Ένα ταξίδεμα με
καιρούς δύσκολους, βασανιστικούς και πονεμένους – αλλά με συνεπήραν μέσα του
και στιγμές μοναδικές, ανεπανάληπτες, κάπου ερωτικές και πανέμορφες.
Στο
νέο αυτό βιβλίο, προσπαθώ να αποδώσω με όσο γίνεται μεγαλύτερη ακρίβεια, την
ψυχοσύνθεση της γυναίκας, που ενώ υφίσταται ενδοοικογενειακή βία ψυχικά και
σωματικά, και μολονότι είναι σε θέση να ξεφύγει απ’ αυτή την αρρωστημένη, τη
νοσηρή κατάσταση, - αφού βοηθάει σ’ αυτό τόσο η μόρφωσή της, όσο και η
οικονομική και κοινωνική θέση της - εντούτοις, συνεχίζει να υπομένει και να
υποτιμά βάναυσα τον εαυτό της.
Εξάλλου, ως τρίτο κορίτσι μιας ευκατάστατης
επαρχιακής οικογένειας η Ντόνα, η κεντρική ηρωίδα του μυθιστορήματος, βιώνει
ήδη από τη γέννησή της την απόρριψη των γονιών της. Την αγάπη και τη θαλπωρή,
που χρειάζεται ένα παιδί, αυτή τις παίρνει μόνον από τους στενούς συγγενείς.
Και όταν αναγκάζεται να μεταναστεύσει ακολουθώντας τους γονείς της στη
Γερμανία, εκτός από τις δυσκολίες της ξένης χώρας, τη νοσταλγία για τα ανέμελα
παιδικά της χρόνια και τον καημό για όσους αγαπημένους της άφησε στην πατρίδα,
θα ζήσει έντονα τη σκληρότητα του αυταρχικού πατέρα της καθώς και τις
περιχαρακωμένες αναχρονιστικές απόψεις του για το θεσμό της οικογένειας και την
κοινωνία.
Στα
είκοσί της χρόνια μόλις, θα την οδηγήσει ο ίδιος σ’ έναν αταίριαστο και ανεπιθύμητο γάμο,
προκειμένου να απαλλαγεί απ’ αυτήν τη χαρισματική ύπαρξη. Ήδη οι πρώτες μέρες του
γάμου, θα είναι και η απαρχή της βίας σε
όλες τις μορφές της.
Στο
βιβλίο θίγονται και θέματα παθολογικής αδερφικής ζήλιας, την οποία ζει η
ηρωίδα, αλλά και τέτοια τραγικής ειρωνίας, bulling, καθώς και ανάδειξης κάποιων βολεμένων του συστήματος –και δυστυχώς στη
χώρα μας υπάρχουν πολλοί–, όπως χαρακτηριστικά αναφέρεται στο βιβλίο: «...αφού
είναι γνωστό το αγαπημένο άθλημα των φερόμενων ως σωτήρων των δήθεν αδικημένων
και κατατρεγμένων εργαζόμενων, το στοίβαγμα προωθούμενων σε “ανελκυστήρες”.
Εκεί που κάποιοι ανεβαίνουν σκαλί-σκαλί, φορτωμένοι με τις αξίες τους, τη σκάλα
της επιτυχίας, για να φτάσουν στην κορυφή αποκαμωμένοι αλλά περήφανοι για τον
ωραίο τους αγώνα, οι προωθούμενοι έχουν φτάσει πολύ πιο πριν στο ίδιο σημείο,
αφού τους τσουβάλιασαν κουτσά- στραβά στον “ανελκυστήρα” ...Το αποτέλεσμα είναι
αυτονόητο. Όταν φτάσουν οι λιγότεροι με
τα βάρη τους, αφού ο χώρος έχει καταληφθεί, κινδυνεύουν να βρεθούν στο κενό ή
να επιλέξουν αναγκαστικά το πισάχναρο...»
Ο τίτλος δηλώνει μία προστακτική στο να
γίνει επιτακτική ανάγκη η λήθη. Μιλήστε μου λίγο για τον τίτλο, πώς προέκυψε
αυτή η επιλογή;
«Ξέχνα
τις αναμνήσεις». Πράγματι, προστακτική, για να γίνει επιτακτική ανάγκη η λήθη.
Και
θα μου πείτε: Πώς μπορεί να γίνει αυτό; Πώς είναι δυνατό, – ίσως σίγουρα και σκληρό
–, πώς να διαγράψουμε από τη μνήμη μας όσες θύμησες μας έφεραν ως εδώ και
ορισμένες συνεχίζουν να μας κατευθύνουν, είτε να μας δείχνουν το δρόμο που
βαδίζουμε, ή νομίζουμε ότι οφείλουμε να βαδίσουμε.
Μα,
απ’ την άλλη και ποιος δε θα ’θελε στ’ αλήθεια να μπορεί να ξεχάσει κάποιες
αναμνήσεις! Να απαλλαγεί από όσες στιγμές του πρόσφεραν πόνο και τραγικότητα,
όταν πια και μόνον η θύμησή τους, όσο αχνή κι αν είναι αυτή, γίνεται αβάσταχτη.
Ναι.
Όταν ένα παιδί ή έφηβος είναι αναγκασμένοι να αναπτυχθούν σε ένα οικογενειακό
περιβάλλον, όπου οι κλίσεις τους, οι ικανότητές τους και οι επιτυχίες τους
περιφρονούνται, απορρίπτονται ή καταχωνιάζονται με τον πιο προκλητικό τρόπο και
συστηματικά, κι όπου επιβάλλεται δια ροπάλου σιωπή στην ελεύθερη έκφραση, ακόμα
και στη γνώμη, τι να προσμένουν κατόπιν στη ζωή τους ως ενήλικα άτομα; Σίγουρα,
η παθητικότητα και η ανοχή, ακόμα και σε καταστροφικές καταστάσεις, γίνονται απλά “συνήθεια”, όπως λέμε , μόνον
που η λέξη κρύβει μέσα της τραγική ειρωνεία, τίποτα το τόσο απλό.
Όταν
η Ντόνα παίρνει την απόφαση, επιτέλους, να ξεκινήσει μια καινούργια ζωή,
αφήνοντας πίσω της χρόνια καταστροφικά, στοιβαγμένα σ’ ένα σκοτεινό χάος, -αν
και δεν έπαψε στιγμή να χτίζει σκαλί-σκαλί την καριέρα της-, ε, δεν γίνεται να
μη μελαγχολήσει και πάλι με τον πηγαιμό στο παρελθόν! Και τότε «τα μάτια της
βουρκώνουν. Τα δάκρυα καυτά μουσκεύουν τα χέρια. Παίρνει βαθύ ανασασμό, μήπως
και διώξει μακριά πια ετούτη τη θλίψη. Επιτέλους χωρίς γυρισμό. Και ακούει
δυνατή τη φωνή της ψυχής: “Ξέχνα τις αναμνήσεις, προχώρα στο δρόμο, που μόλις
ξεκίνησες”».
Τότε
είναι η ώρα – που, ναι, - ξεχνάς αναμνήσεις που βασανίζουν, σβήνεις τη θλίψη
τους χωρίς γυρισμό και προχωράς έτσι κι αλλιώς σε κάτι καινούργιο – ποιος ξέρει, ίσως και συναρπαστικό.
«Ξέχνα
τις αναμνήσεις»! Ένας τίτλος, που γεννήθηκε αυθόρμητα, την ώρα που το μολύβι
κυλούσε στο χαρτί. Και κρύβει τόση δύναμη και μέσα απ’ αυτήν περίσσεια ομορφιά!
Ένα μεγάλο μέρος του βιβλίου σας
συγκεντρώνετε στην ενδοοικογενειακή βία και η κεντρική ηρωίδα έχει υπάρξει θύμα
κακοποίησης. Μιλήστε μου γι’ αυτό το θέμα και ποια είναι η θέση σας ως γυναίκα
απέναντι σε τέτοιες δύσκολες καταστάσεις.
Ένα
ολοζώντανο, χαρισματικό κορίτσι η Ντόνα, φτιάχνει σχέδια κάποτε
μέσα της και πλέκει αργότερα σαν γυναίκα όνειρα για μια ήρεμη, γλυκιά
ζωή – όταν πια είναι αναγκασμένη να ισορροπήσει ίσα μόλις σ’ ένα μονοπάτι κακοτράχαλο. Ένα της βήμα μπρος,
θα την ρίξει στο γκρεμό, ένα της βήμα
πίσω θα την γκρεμίσει στο ρέμα το βαθύ. Και ξέρει καλά, πρέπει να διαβεί
τούτο το μονοπάτι, να συνεχίσει πρέπει, για να βρει το δρόμο, για να βγει στο
ξέφωτο... Το βλέμμα της στυλωμένο σε μια μακρινή γωνιά, σε μιαν άκρη μες σε
τούτο το σκοτάδι, εκεί που φθάνουν τα μάτια της ψυχής της και νιώθει, και θέλει
να νιώθει εκείθε να χαράζει αχνά-αχνά.
Ωστόσο,
εγκλωβισμένη σε καταστάσεις και διαδικασίες ανάμεικτες μ’ αυτή τη μαγική δύναμη
της συνήθειας, έβρισκε πάντα μια δικαιολογία ώστε να παραμένει σ’ ένα
περιβάλλον νοσηρό, συχνά άρρωστο βαριά, χρόνια
αθεράπευτο.
Μήπως,
κυρία Βλάρα, αυτή τη στάση δε συναντάμε σε πολλές γυναίκες σαν την ίδια; Λες
και κάτι παράξενα άγνωστο τις καθηλώνει
στην παθητικότητά τους – αλλά δεν είναι τίποτε άλλο από αυτήν τη
“συνήθεια”. Να ελπίζουν, δηλαδή, ότι τα πράγματα θα φτιάξουν με τον καιρό. Ε,
όχι. Είναι απλούστατα μία ουτοπία, που πιθανόν να ‘χει τις ρίζες της σ’ αυτό
που διδάχθηκαν οι γυναίκες από τις παλιότερες, κάτι που δεν πίστευαν βέβαια
ούτε εκείνες οι ίδιες. Είχαν μάθει οι περισσότερες να υπομένουν οικτρά, θαρρείς
και αυτή ήταν η αποστολή στη ζωή τους, αποφεύγοντας έτσι τη στάμπα της
παλιογυναίκας, που εύκολα δινόταν.
Μα στην πρώτη λεκτική βία θα ακολουθήσει σύντομα
η δεύτερη και απανωτά η τρίτη και πάει λέγοντας. Στην πρώτη σωματική βία θα
ακολουθήσουν αμέτρητες άλλες και η ψυχολογική θα ‘ναι πια ένας μόνιμος τρόπος
ζωής.
Όχι.
Τίποτα δεν αλλάζει μ’ ένα μαγικό ραβδάκι υπομονής και ανοχής, εκτός και αν
δώσει η γυναίκα αποφασιστικά τη λύση, αφότου δεν επιτρέψει τόπο στο ποδοπάτημα
και την απαξίωση, που κάποιος-κάποιοι της προετοίμασαν στη ζωή.
Αυτή
είναι η θέση μου ως γυναίκας, απέναντι σε τέτοιες δύσκολες καταστάσεις. Παίρνει
την απόφαση η γυναίκα πια να φύγει, για να ξεφύγει. Για να νιώσει ελεύθερη, για
να ζήσει ελεύθερη, όπως αξίζει σε κάθε άνθρωπο. Για να νιώσει – αν μπορεί πια
να νιώσει ή θα χρειαστεί έστω χρόνο γι’ αυτό – τι είναι ζωή, εκείνη που η ίδια
δεν πρόλαβε, ίσως, να γνωρίσει κι όμως την έχει πλάσει στο νου και την ψυχή.
Η ηρωίδα καταφέρνει τελικά να ξεφύγει από
τα δεσμά της. Μαθαίνουμε τελικά από τα λάθη μας κυρία Παλαιολόγου και τις λάθος
επιλογές που άλλοτε μας επιτάσσονται και μας επιβάλλουν αλλά και κάποιες φορές
ακολουθούμε μόνοι μας;
Πολύ ωραία ερώτηση. Μόνον που από τα λάθη μας και τις
λάθος επιλογές μας, είτε έτσι είτε αλλιώς, -λυπάμαι που θα γίνω για λίγο
απαισιόδοξη ή απογοητευτική -, αργούμε να ξεφύγουμε. Το χειρότερο, αργούμε να
αντιληφθούμε «το λάθος», και το επαναλαμβάνουμε και πάλι, ίσως και πάλι-πάλι. Κάποια
στιγμή αφυπνιζόμαστε. Κάτι γίνεται που μας ξυπνάει θαρρείς κι από έναν
αναθεματισμένο λήθαργο, που δεν είχαμε
καν ούτε αυτόν αντιληφθεί.
Μαθαίνουμε τότε, ναι, μαθαίνουμε να κοσκινίζουμε
πράγματα και καταστάσεις, τα λόγια και τις απόψεις των άλλων – χωρίς να
γινόμαστε ταυτόχρονα μεμψίμοιροι. Να
κάνουμε για το δικό μας καλό το ξεσκαρτάρισμα.
Ο έρωτας πόσο κινητήριο ρόλο παίζει στη ζωή μας;
Σημαντικότατο
ρόλο παίζει ο έρωτας στη ζωή μας. Είτε τον ζούμε, είτε μας λείπει και τον
αναζητούμε. Είναι η κινητήρια δύναμη της ζωής, για να συνεχίσουμε την πορεία
μας μέσα σ’ αυτήν. Γιατί ο έρωτας είναι
έκσταση και ελευθερία. Είναι το συναίσθημα που βοηθάει στην έμπνευση ποιητές,
στιχουργούς, συγγραφείς και καλλιτέχνες και όχι μόνον.
Μια
γερμανική παροιμία λέει: Το άνθος χρειάζεται ήλιο, για να γίνει καρπός. Ο
άνθρωπος χρειάζεται τον έρωτα, για να γίνει άνθρωπος.
Όταν είμαστε ερωτευμένοι, δεν αγαπούμε ξαφνικά
όλους γύρω μας; Δε νιώθουμε ότι πετάμε στα μεσούρανα και δυνατοί να
δημιουργήσουμε και να “κατακτήσουμε” τον
κόσμο ολόκληρο;
Στον
γνωστό μύθο του Έρωτα και της Ψυχής, η στιγμή που ο Έρωτας δίνει ζωή στην Ψυχή
και αναπαρίσταται στο μαρμάρινο γλυπτό του Ιταλού γλύπτη Αντόνιο Κανόβα στο
μουσείο του Λούβρου, εντυπωσιάζει ,ακόμα κι εκεί, η συναρπαστική αποτύπωση της
δύναμης αλλά και της σημασίας του έρωτα και της αγάπης για την ανθρώπινη
ολοκλήρωση.
Ελλάδα-Γερμανία είναι ο κεντρικός άξονας
του βιβλίου. Θα δίνατε σαν λύση στους νέους την μετανάστευση, που είναι και ένα
φλέγον ζήτημα στις μέρες μας;
Όχι.
Δεν θα πρότεινα σε κανένα νέο να μεταναστεύσει, γιατί, απλούστατα, η
μετανάστευση δεν είναι η λύση.
Θα
τον συμβούλευα, ωστόσο, να ταξιδέψει σε άλλες χώρες, όσο πιο συχνά μπορεί και
για τόσο διάστημα, όσο θα του χρειαστεί, προκειμένου να εμπλουτίσει τις γνώσεις
του, που θα του είναι χρήσιμες στην πατρίδα του.
Δεν
υπάρχει, – ίσως με απόλυτη σιγουριά -, ξενιτεμένος και ευτυχισμένος για τη
μετανάστευσή του. Όσοι αναγκάστηκαν να βρεθούν στο εξωτερικό για λόγους
εργασίας, ανεξάρτητα από μορφωτικό επίπεδο, φύλο ή οικονομική κατάσταση,πάντα
στο πίσω μέρος του μυαλού τους – αν όχι μεγάλος καημός στην καρδιά -, ζει η
επιστροφή στην πατρίδα. Αυτό, συχνά,
τους δίνει θάρρος να συνεχίσουν εκεί, μέχρι που εγκλωβίζονται στην
καθημερινότητα, χωρίς την επιστροφή που τόσο ποθούν.
Έχοντας πολλές θεατρικές γνώσεις , θα
γράφατε ποτέ κάποιο θεατρικό έργο ή θα μπορούσε το μυθιστόρημα αυτό να γίνει
θεατρικό έργο;
Ποια είναι τα μελλοντικά σας σχέδια;
Ναι,
σωστά, έχω σπουδάσει Επιστήμες Θεάτρου στο πανεπιστήμιο του Μονάχου. Σέβομαι
και αγαπώ απεριόριστα το Θέατρο.
Στο
έργο μου με ενέπνευσε η ίδια η ζωή, που κυλάει γύρω μας σαν κινηματογραφική
ταινία και μέσα της βλέπουμε σκηνές ή απ’ τη δική μας ζωή ή τις ζωές των άλλων
ή ακόμα και από μια παντελώς άγνωστη ζωή, μ’ ό,τι κι αν φανταστούμε πως
κουβαλάει αυτή μαζί της.
Αν
και εμένα με συνεπήρε σαν κινηματογραφική ταινία, θα μπορούσε να γίνει
και θεατρικό, ύστερα από επεξεργασία.
Στα
μελλοντικά μου σχέδια ανήκει η συγγραφή ενός νέου μυθιστορήματος, του οποίου το
ξεκίνημα έχει ήδη γίνει.
Νέα χρονιά, τι εύχεστε στους αναγνώστες;
Κατ’
αρχήν θέλω να ευχηθώ σε όλους, όσο πιο εγκάρδια μπορώ, ένα ταξίδι μαγεμένο σε
μια όμορφη ζωή ή σε μία ακόμα πιο όμορφη ζωή, -όπως την έχει ο καθένας
ονειρευτεί-, με στιγμές πανέμορφες, ξεχωριστές!Μια
χρονιά χαρούμενη σε όλους.
Της Αλεξίας Βλάρα, 24/1/2017
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου