Βασίλης Αφεντούλης: "Η δική μας γενιά, λοιπόν, καλείται να επανατοποθετηθεί συνεχώς απέναντι στην ιστορία μας και να πάρει θέση τόσο για τα όσα συνέβησαν τότε, όσο και για τα σημερινά τεκταινόμενα".
Ο ρόλος σας ως δημοσιογράφου που «ανακρίνει» τη Λένι Ρίφενσταλ μοιάζει να ισορροπεί ανάμεσα στη δημοσιογραφική έρευνα και την ηθική αναμέτρηση. Πώς προσεγγίσατε αυτό το λεπτό όριο;
Θεωρώ ότι
αυτό το λεπτό όριο αφορά την προσωπικότητα του καθενός, την προσωπική του
ηθική, αλλά και τα πεπραγμένα του. Ένας δημοσιογράφος (ως ρόλος μιλώντας)
οφείλει να χρησιμοποιεί σε τέτοιες στιγμές της καριέρας του την κριτική του
σκέψη και να μην παραμένει πιστός σε απρόσωπες και έτοιμες ερωτήσεις, αλλά να
κατευθύνει τη συνέντευξη με βάση το ένστικτό του.
Η παράσταση θέτει ένα θεμελιώδες
ερώτημα: μπορεί η τέχνη να είναι αθώα; Εσείς, ως καλλιτέχνης, τι
απαντάτε σήμερα σε αυτό;
Η τέχνη δεν μπορεί να είναι
ούτε αθώα, ούτε αμέτοχη. Υπηρετείται από ανθρώπους και οι άνθρωποι είμαστε όντα
ατελή, έχουμε πεποιθήσεις και βιώματα, τα οποία καθρεφτίζονται στο έργο μας.
Άλλωστε, το καλλιτεχνικό δημιούργημα φέρει μέσα του όλα όσα έχουμε βιώσει στο
παρελθόν, όλα όσα γινόμαστε κατά τη γένεση του, ελπίζοντας πάντα ότι θα έχει
ένα αντίκτυπο στο μέλλον.
Στην εποχή των μέσων, της εικόνας
και της προπαγάνδας, ο ρόλος του δημοσιογράφου έχει μεταβληθεί ριζικά. Πόσο σας
απασχόλησε αυτό το ζήτημα κατά την προετοιμασία του ρόλου;
Πάρα πολύ. Στην πραγματικότητα ο ρόλος του δημοσιογράφου
δεν έχει αλλάξει ιδιαίτερα έχουν αλλάξει απλώς οι δυνατότητες που του προσφέρει
η τεχνολογία για να κάνει τη δουλειά του. Βλέποντας ότι η προπαγάνδα αλλάζει
μορφή αλλά δεν αλλάζει μέσα, ότι η εικόνα, που χρησιμοποιήθηκε στην εποχή της
Ρίφενσταλ ως μέσο διαμόρφωσης της κοινής γνώμης, χρησιμοποιείται και σήμερα από
τους δημοσιογράφους και τα μέσα, αντιλαμβάνεται κανείς ότι ο δημοσιογράφος
καλείται να αποκωδικοποιεί τα σημαίνοντα της εποχής του και να αναζητεί την
αλήθεια πίσω από τα φαινόμενα (πράξη όλο και δυσκολότερη στην εποχή της
τεχνητής νοημοσύνης).
Ο χαρακτήρας που υποδύεστε συνομιλεί
με ένα «φάντασμα της Ιστορίας». Νιώσατε ποτέ ότι συνομιλείτε, ουσιαστικά, με τη
δική μας εποχή;
Απέχουμε αρκετά από τον Β’ παγκόσμιο
Πόλεμο, αλλά δεν απέχουμε αρκετά από την καταδίκη της Χρυσής Αυγής. Ενώ
απέχουμε ακόμη λιγότερο από έναν ασταμάτητο περιορισμό των ανθρωπίνων
δικαιωμάτων σε χώρες που άλλοτε τα υπηρετούσαν με ζέση. Η δική μας γενιά,
λοιπόν, καλείται να επανατοποθετηθεί συνεχώς απέναντι στην ιστορία μας και να
πάρει θέση τόσο για τα όσα συνέβησαν τότε, όσο και για τα σημερινά
τεκταινόμενα.
Η Λένι Ρίφενσταλ υπήρξε καλλιτέχνης
με αμφιλεγόμενη κληρονομιά. Πώς πιστεύετε ότι ο σημερινός δημιουργός μπορεί να
διαχειριστεί την ευθύνη της καλλιτεχνικής του επιρροής;
Η Ρίφενσταλ, μέσα από το
έργο της, ανέδειξε το ναζιστικό ιδεώδες και συνέβαλε στην άνοδο του ναζιστικού
καθεστώτος. Παρ΄όλα αυτά, το ίδιο έργο άνοιξε νέους δρόμους στον κινηματογράφο
και στον τρόπο που αντιλαμβανόμαστε την εικόνα, αλλά και τη θέση της γυναίκας
μέσα σε ένα ανδροκρατούμενο επάγγελμα, ειδικά την εποχή εκείνη. Το έργο ενός
δημιουργού, λοιπόν, μπορεί να έχει διττά αποτελέσματα. Ο δημιουργός φέρει την
ευθύνη της πράξης του, αλλά άπαξ και το έργο έρθει σε επαφή με το κοινό
ξεκινάει τη δική του πορεία και έχει ευθύνη και το ίδιο το κοινό, πλέον, για
την νοηματοδότηση του έργου.
Η σκηνοθετική ματιά της Βάνας Πεφάνη
κινείται ανάμεσα στο ντοκουμέντο και το ψυχολογικό θέατρο. Πώς σας καθοδήγησε
να χτίσετε τον χαρακτήρα σας μέσα σε αυτό το υβρίδιο πραγματικότητας και
θεατρικότητας;
Με τη Βάνα Πεφάνη έχουμε
συνεργαστεί αρκετές φορές. Έχει ένα ιδιαίτερο καλλιτεχνικό ένστικτο. Έχει
διορατικότητα και αντιλαμβάνεται τόσο τα αφώτιστα σημεία του κειμένου όσο και
τις δικές μας ανεπεξέργαστες ικανότητες. Και, έτσι, καθοδηγεί τους ηθοποιούς
της να προσδώσουν στον εκάστοτε χαρακτήρα το απαραίτητο ήθος και δύναμη.
Στην παράσταση, η έννοια της
εξουσίας-πολιτικής, αισθητικής, προσωπικής– διαπερνά κάθε στιγμή. Πώς βιώνετε
επί σκηνής αυτή τη σχέση δύναμης ανάμεσα στον δημοσιογράφο και τη Λένι;
Στο συγκεκριμένο έργο, η
εξουσία διακυβεύεται συνεχώς. Τη μία στιγμή είναι στα χέρια της Λένι και την
άλλη στα χέρια του δημοσιογράφου. Με την Άννα Αδριανού δημιουργούμε ένα δίπολο
και από ατάκα σε ατάκα ο θεατής καλείται να διαλέξει και, συχνά, να αλλάξει
μεριά.
Ποιο ήταν το πιο δύσκολο
συναισθηματικό ή ηθικό σημείο του ρόλου για εσάς; Υπήρξε στιγμή που
αισθανθήκατε ότι «κουβαλάτε» την ίδια την Ιστορία πάνω στη σκηνή;
Το δυσκολότερο στην απόδοση
του συγκεκριμένου ρόλου, ήταν, για μένα, η συναισθηματική ουδετερότητα του
δημοσιογράφου. Άλλωστε, η συνομιλία με μία προσωπικότητα αυτού του βεληνεκούς,
όσο διαφορετική κι αν είναι η προσέγγισή και η άποψή μας στα πράγματα, δεν
γίνεται να μας αφήσει ασυγκίνητους. Ο πλουραλισμός είναι απαραίτητο στοιχείο
της δημοκρατίας και μέσα από την παράσταση δίδεται φωνή σε μία πλευρά της
ιστορίας, που λόγω της πολιτικής ορθότητας, αποσιωπάται στα μέσα ευρείας
κατανάλωσης. Μάλιστα, η αποσιώπηση αυτή πολλές φορές κινείται ενάντια στη
δημοκρατία, διότι λαμβάνει διαστάσεις μυθικές στο μυαλό της νεολαίας και
επιτρέπει την άνθιση τέτοιων πρακτικών εκ νέου.
Αν φέρουμε το ερώτημα της παράστασης
στο σήμερα, «μπορεί η τέχνη να γίνει όπλο;», πώς βλέπετε τη δύναμη της τέχνης
στο κοινωνικό τοπίο του 2025;
Η τέχνη από τις απαρχές του
κόσμου ήταν και παραμένει όπλο. Εν έτει 2025, που πλέον η τέχνη δημιουργείται
ακόμη και από την τεχνητή νοημοσύνη και δεν είναι προνόμιο του καλλιτεχνικού
στερεώματος, η ευθύνη και το έργο της επιμερίζεται και η ίδια καθίσταται
απρόσωπη. Επομένως, η δύναμή της αυξάνεται αλλά, δυστυχώς, χάνεται η κοινωνική
της ευθύνη, ενώ μειώνεται και το πολιτικό και ηθικό της αποτύπωμα.
Πέρα από τη θεατρική εμπειρία, τι θα
θέλατε να μείνει στον θεατή όταν φύγει από το θέατρο; Μια σκέψη, μια αμφιβολία
ή μια αφύπνιση;
Μία αμφιβολία. Εφόσον αναφερόμαστε σε ένα έργο με πολιτική βάση, οφείλουμε να θυμόμαστε ότι η αμφιβολία είναι διασφάλιση για τη δημοκρατία.
Βλάρα Αλεξία
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου