Ανδρέας Ρήγας: "Καμιά φορά είναι η ιστορία που επιβάλλει τους τόπους και υπαγορεύει το σκηνικό της".
Η
νέα αστυνομική ιστορία του Ανδρέα Ρήγα, με τον ποιητικό και ταυτόχρονα
αινιγματικό τίτλο «Η αλήθεια είναι ψάρι του βυθού», μας
μεταφέρει στον Απρίλη του 1986, λίγο πριν από το Τσέρνομπιλ. Στο επίκεντρο
βρίσκεται ο αστυνόμος Οδυσσέας Γαλανόπουλος, ένας άνθρωπος που παλεύει όχι μόνο
με το έγκλημα αλλά και με την ίδια την έννοια της αλήθειας, μιας αλήθειας που
κρύβεται βαθιά, στα σκοτεινά νερά της ψυχής και της κοινωνίας. Μιλήσαμε μαζί του για το νέο του βιβλίο, για την εποχή
που επιλέγει να αφηγηθεί, για τα σύμβολα που κρύβει η ιστορία και για τον
διαρκή αγώνα ανάμεσα στο φως και το σκοτάδι.
Ο τίτλος είναι μεταφορικός και ποιητικός: «Η αλήθεια είναι ψάρι του βυθού». Τι σημαίνει για εσάς αυτή η εικόνα και πώς συνδέεται με την υπόθεση του βιβλίου;
Η προβολή της εικόνας του τίτλου πάνω στην ιστορία, φέρνει σε πρώτο πλάνο την πρόκληση που αντιμετωπίζει ο κεντρικός ήρωας αστυνόμος Οδυσσέας Γαλανόπουλος, να φέρει στο φως μια αλήθεια καλά κρυμμένη, αλλά είναι συγχρόνως και μια σαφής προειδοποίηση. Όχι μόνο για τους κινδύνους που κρύβει ο «βυθός» στον οποίο θα οδηγήσουν τον αστυνόμο οι έρευνές του αλλά και για το «ψάρι» που θα επιχειρήσει να φέρει στην επιφάνεια. Γιατί στα μεγάλα βάθη κρύβονται ψάρια παράξενα, τερατώδη και ίσως θανατηφόρα…
Τοποθετείτε
την ιστορία στον Απρίλη του 1986, λίγο πριν το Τσέρνομπιλ. Γιατί επιλέξατε αυτή
τη χρονική συγκυρία; Τι λειτουργεί συμβολικά και τι ιστορικά;
Γενικότερα στα μυθιστορήματά μου επιστρέφω στην δεκαετία του ’80. Προφανώς αυτό υπαγορεύεται από την «νοσταλγία» μου για εκείνη την εποχή στην οποία ανδρώθηκα, από την οποία έχω δυνατές αναμνήσεις, και την οποία καταλαβαίνω καλύτερα από τη σημερινή… Ειδικότερα, ο Απρίλης του 1986 και η αναφορά στο Τσέρνομπιλ, εκτός από «τεχνικές» λύσεις που μου δίνει στην εξέλιξη της υπόθεσης, χρησιμοποιήθηκε και για να τονίσει βασικά στοιχεία της προσωπικότητας του αστυνόμου Γαλανόπουλου. Την ώρα που όλοι γύρω του ζουν την αγωνία του πυρηνικού ατυχήματος και εύλογα εστιάζουν εκεί κάθε ενδιαφέρον τους, ο αστυνόμος παραμένει προσηλωμένος, σχεδόν εμμονικά, σε όσα του επιτάσσει το καθήκον, όπως εκείνος το αντιλαμβάνεται…
Ο
αστυνόμος Οδυσσέας Γαλανόπουλος βρίσκεται στο κέντρο μιας «παρτίδας σκακιού» με
θανατηφόρους κανόνες. Πώς χτίσατε αυτό το μοτίβο και ποια είναι η σχέση του με
την έννοια της μοίρας ή του παιχνιδιού εξουσίας;
Μια παρτίδα σκάκι έχει κανόνες και κινήσεις προκαθορισμένες, αλλά και απρόβλεπτη εξέλιξη, επιλογές και συνδυασμούς κινήσεων που η σημασία τους θα φανεί αργότερα πάνω στην σκακιέρα και επιλογές που μπορεί να αποδειχτούν μοιραίες, πιόνια δυνατά και άλλα που θυσιάζονται εύκολα στον βωμό της σκοπιμότητας. Και το τέλος της παρτίδας έρχεται με τον θάνατο του βασιλιά. Τα ίδια προσπάθησα να εφαρμόσω στην εξέλιξη της ιστορίας μου, μόνο που εδώ η παρτίδα θα τελειώσει με τον θάνατο της βασίλισσας, και ο θάνατος δεν θα μοιάζει με εκείνον που συμβαίνει στο σκάκι…
Το
μυθιστόρημα κινείται ανάμεσα σε αστυνομικό μυστήριο και υπαρξιακό στοχασμό. Πού
τοποθετείτε εσείς τον εαυτό σας: περισσότερο ως συγγραφέα αστυνομικών ιστοριών
ή ως αφηγητή υπαρξιακών «μονομαχιών»;
Θα έλεγα ότι γράφω αστυνομικές ιστορίες με κοινωνικές και υπαρξιακές αναφορές ή, αν θέλετε, ιστορίες κοινωνικού περιεχομένου με αστυνομική πλοκή και εσωτερικές συγκρούσεις υπαρξιακού χαρακτήρα.
Οι
χώροι – Σκιάθος, Ψυχικό, ΓΑΔΑ – λειτουργούν σχεδόν σαν χαρακτήρες. Πώς
επιλέξατε τα συγκεκριμένα τοπία και ποια ατμόσφαιρα θέλατε να δημιουργήσετε;
Καμιά φορά είναι η ιστορία που επιβάλλει τους τόπους και υπαγορεύει το σκηνικό της. Και όπως σωστά σημειώνετε, μπορεί να λειτουργήσει μια αντιστοίχιση ανάμεσα στους ήρωες και τους τόπους. Η ΓΑΔΑ, το επιβλητικό κτήριο της Αλεξάνδρας, ως συμβολική εικόνα της αστυνομικής εξουσίας και της κλιμακούμενης ιεραρχίας που απαιτεί την πλήρη υπακοή, με τους «από πάνω» και τους «από κάτω», τον ταξίαρχο «Χαμαιλέοντα» και τον αστυνόμο Γαλανόπουλο. Το Ψυχικό, τόσο κοντινό και τόσο απόμακρο, τόσο διπρόσωπο, σαν την βασική ηρωίδα της ιστορίας... Το νησί με το εγκαταλειμμένο ξενοδοχείο ως σκηνικό θανάτου, αλλά και με την θάλασσα και τον ήλιο του ως σκηνικό που μέσα του θα ανεμίσει το άσπρο πανί, το σινιάλο για την τελική «κάθαρση». Η Σκιάθος θα είναι η αρχή και συνάμα το τέλος του κύκλου…
Στο
βιβλίο υπάρχει έντονη παρουσία συμβόλων: τα «μαρμάρινα παιδιά», το τατουάζ, το
σκάκι. Τι ρόλο παίζουν ως αφηγηματικά κλειδιά και τι αποκαλύπτουν για τους
ήρωες;
Τα «μαρμάρινα παιδιά» αποτελούν το κέντρο του κύκλου ο οποίος κλείνει μέσα του όλη την ιστορία, ενώ το τατουάζ είναι το κλειδί της πρώτης πόρτας από τις πολλές που θα χρειαστεί να ξεκλειδώσει ο αστυνόμος μέχρι να φτάσει στο κέντρο αυτού του κύκλου. Συγχρόνως, ως σύμβολα, αισθητοποιούν τις εμμονές και τις ακραίες προσωπικές επιλογές κεντρικών ηρώων της ιστορίας. Όσον αφορά στο σκάκι, τι μπορεί να συμβολίσει πιο παραστατικά μια υπόθεση αστυνομικής έρευνας, από μια παρτίδα ανάμεσα στα «άσπρα» και τα «μαύρα»; Στην ιστορία μου, το μεγαλύτερο μέρος της παρτίδας παίζεται στο παρασκήνιο, ο αναγνώστης μόνο να μαντέψει μπορεί κάποιες κινήσεις, αλλά το τελευταίο μέρος της, που θα παιχτεί μπροστά στα μάτια του αναγνώστη, θα φέρει την κορύφωση και την ανατροπή, στοιχεία απαραίτητα σε κάθε αστυνομικό μυθιστόρημα.
Η
έννοια της «αλήθειας» επανέρχεται ως ζητούμενο αλλά και ως κίνδυνος. Πιστεύετε
ότι η αλήθεια είναι πάντα λυτρωτική ή μπορεί να αποβεί καταστροφική;
Όπως προανέφερα, τα ψάρια του βυθού μπορεί κάποτε να είναι πλάσματα αποτρόπαια και επικίνδυνα έως θανάτου. Το ίδιο και η αλήθεια...
Η
εποχή της δεκαετίας του ’80 στην Ελλάδα είχε έντονες κοινωνικές και πολιτικές
εντάσεις. Σε ποιο βαθμό το βιβλίο σας συνομιλεί με αυτό το υπόβαθρο;
Στο βιβλίο μου υπάρχουν σαφείς αναφορές σε γεγονότα της πολιτικής ζωής και σε άλλα με έντονο κοινωνικό αποτύπωμα, και από εκείνη την εποχή αλλά από τις προηγούμενες δεκαετίες. Συνειδητά, επέλεξα να μην τους δώσω θέση στο κέντρο της σκηνής και κάτω από το φως του κεντρικού προβολέα, αλλά συγχρόνως επιδίωξα να μην λειτουργούν ως αδρανές υλικό για το σκηνικό της ιστορίας μου, αλλά ως παράγοντες «συνεπιδραστικοί» των κινήτρων, των επιλογών και των πράξεων των ηρώων μου. Αν θέλετε, συνομίλησα μαζί τους χαμηλόφωνα αλλά με την πίστη ότι ο αναγνώστης θα αφουγκραστεί την συνομιλία μας…
Ο
ήρωάς σας, ο Οδυσσέας, μοιάζει να δοκιμάζεται όχι μόνο επαγγελματικά αλλά και
υπαρξιακά. Πώς τον δουλέψατε ώστε να ισορροπεί ανάμεσα στον άνθρωπο και τον
«αστυνόμο»;
Η ιστορία ξεκινάει με τον Οδυσσέα Γαλανόπουλο να είναι μόνο αστυνόμος, δηλαδή ένα μονόχνοτος άνθρωπος που τον κινεί μόνο το καθήκον αφού έχει βάλει συνειδητά στην άκρη το συναίσθημα. Και η επιλογή του αυτή, ενώ εγγυάται την επαγγελματική του ακεραιότητα σε ένα περιβάλλον που επιπλέουν κυρίως οι καιροσκόποι, του δημιουργεί υπαρξιακού τύπου αναταράξεις όταν κάνει το «λάθος» να επιτρέψει σε μια γυναίκα να εισβάλει στην ζωή του. Με την εξέλιξη της ιστορίας η γυναίκα αυτή θα γίνει ο καταλύτης για την μεταμόρφωση του αστυνόμου και σε άνθρωπο…
Αν
η «αλήθεια» είναι πράγματι ψάρι του βυθού, τι θα θέλατε να «ψαρέψει» ο
αναγνώστης ολοκληρώνοντας το βιβλίο σας;
Θα
ήθελα να συλλογιστεί λίγο πάνω στο θεώρημα που εκφράζει ο τίτλος του βιβλίου
μου και που η απόδειξή του με απασχόλησε επίμονα στις 600 και πλέον σελίδες
του. Κατανοώ ότι μια αστυνομική ιστορία δεν είναι δυνατόν να επηρεάσει τον
τρόπο που σκέφτεται ο αναγνώστης, ούτε να καθορίσει επιλογές και στάσεις ζωής, όμως θα νιώθω ικανοποίηση
αν κατάφερα η ιστορία μου να «ψιθυρίζει»
στο αυτί του αναγνώστη κάτι που δεν θα κρατήσει μόνο όσο κρατάει η ανάγνωση του
βιβλίου μου.
Βλάρα Αλεξία, 26/9/2025
.jpg)

Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου