Είδαμε και προτείνουμε: Σ' εσάς που με ακούτε
«Σ’ εσάς που με ακούτε»: Μια παράσταση που αντηχεί δυνατά στη σύγχρονη πραγματικότητα
Η Λούλα Αναγνωστάκη υπήρξε μια από τις σημαντικότερες φωνές του σύγχρονου ελληνικού θεάτρου, δημιουργώντας έργα που διαπερνούν τον χρόνο και συνομιλούν με κάθε εποχή. Το «Σ’ εσάς που με ακούτε», ένα από τα πιο πολυεπίπεδα και πολιτικά φορτισμένα έργα της, παρουσιάζεται στο Αμφι-Θέατρο Σπύρου Ευαγγελάτου σε σκηνοθεσία Χρήστου Θεοδωρίδη, προσφέροντας στο κοινό μια εμπειρία που δεν είναι απλώς θεατρική αλλά βαθιά υπαρξιακή και στοχαστική.
Το κείμενο της Αναγνωστάκη ανήκει σε εκείνα τα έργα που δεν μπορείς να το δεις απλώς ως μια ιστορία με αρχή, μέση και τέλος. Είναι ένα θεατρικό ποίημα, μια πολυφωνική αφήγηση που εμβαθύνει στην ανθρώπινη ψυχολογία, στην πολιτική αγωνία, στον κοινωνικό αποκλεισμό, στην ελπίδα και στην απελπισία. Οι ήρωές της δεν είναι μόνο φορείς ενός αφηγηματικού νήματος, αλλά σύμβολα μιας εποχής όπου η συλλογική συνείδηση μοιάζει διασπασμένη, ενώ ταυτόχρονα προσπαθεί να αναγεννηθεί μέσα από τις αντιφάσεις της.
Το Βερολίνο, ως σκηνικό της δράσης, δεν είναι μια τυχαία επιλογή. Πρόκειται για μια πόλη-σύμβολο της διαίρεσης και της επανένωσης, της ιστορικής μνήμης και της λήθης. Η πολιτική αβεβαιότητα και η κοινωνική αναστάτωση που κυριαρχούν στο έργο είναι εξίσου επίκαιρες σήμερα όσο και στην περίοδο που γράφτηκε. Οι χαρακτήρες της Αναγνωστάκη παλεύουν με τα δικά τους τραύματα, με τις προσωπικές και συλλογικές ήττες τους, ενώ παράλληλα αναζητούν κάτι που να μοιάζει με δικαιοσύνη, με ελευθερία, με αποδοχή.
Ο Χρήστος Θεοδωρίδης καταφέρνει να αποδώσει τη σύνθετη φύση του έργου με μια σκηνοθεσία που ισορροπεί ανάμεσα στον ρεαλισμό και το υπαινικτικό, ανάμεσα στη σκληρότητα και την ποίηση. Η απόφαση να δώσει έμφαση στη συλλογικότητα της αφήγησης, χωρίς όμως να χάσει τον εσωτερικό κόσμο του κάθε χαρακτήρα, αποδεικνύεται καθοριστική για την επιτυχία της παράστασης.
Η σκηνική του προσέγγιση είναι λιτή, αλλά γεμάτη ένταση. Η σκηνογραφία δημιουργεί ένα χώρο που θυμίζει οικείο καταφύγιο, αλλά ταυτόχρονα γίνεται και τόπος σύγκρουσης και στοχασμού. Ο φωτισμός παίζει με τις σκιές και τα φωτεινά περάσματα, ενισχύοντας τη συναισθηματική φόρτιση των διαλόγων και των μονολόγων. Ο Θεοδωρίδης χρησιμοποιεί μια αφηγηματική ροή που διατηρεί αμείωτη την προσοχή του κοινού, καθιστώντας το μέρος αυτής της ιδιότυπης συνωμοσίας των χαρακτήρων.
Η επιτυχία μιας παράστασης όπως αυτή βασίζεται σε μεγάλο βαθμό στις ερμηνείες, και εδώ συναντάμε μια ομάδα ηθοποιών που αποδίδουν με καθηλωτικό τρόπο τις αγωνίες, τις ελπίδες και τους φόβους των χαρακτήρων τους.
Η πρωταγωνίστρια, με μια υποκριτική που συνδυάζει ένταση και εσωτερικότητα, αποδίδει τον ρόλο της Μαρίας με αξιοθαύμαστη εμβάθυνση, μεταδίδοντας την αίσθηση ενός ανθρώπου που προσπαθεί να βρει νόημα σε έναν κόσμο που αλλάζει ραγδαία. Ο ηθοποιός που ενσαρκώνει τον Χανς καταφέρνει να δώσει βάθος στον χαρακτήρα του, αποτυπώνοντας τη σύγκρουση ανάμεσα στο παρελθόν και το μέλλον, στη δράση και την αδράνεια.
Ιδιαίτερη μνεία αξίζει και στους ηθοποιούς που υποδύονται τους υπόλοιπους χαρακτήρες, καθώς όλοι μαζί συνθέτουν ένα σύνολο που λειτουργεί με εξαιρετική χημεία. Καταφέρνουν να ισορροπήσουν ανάμεσα στο δραματικό και το καθημερινό, δημιουργώντας ένα θεατρικό σύμπαν που μοιάζει οικείο και ταυτόχρονα απειλητικό, γεμάτο εντάσεις και εύθραυστες στιγμές ανθρωπιάς.
Η παράσταση «Σ’ εσάς που με ακούτε» είναι από εκείνες που δεν ξεχνιούνται εύκολα. Είναι ένα έργο που αφουγκράζεται τον παλμό της κοινωνίας, θέτοντας ερωτήματα που δεν έχουν εύκολες απαντήσεις.
Μέσα από μια σκηνοθεσία που σέβεται και αναδεικνύει το βάθος του κειμένου, δυνατές ερμηνείες και μια ατμόσφαιρα που σε καθηλώνει, η παράσταση καταφέρνει να δημιουργήσει έναν ζωντανό διάλογο με το κοινό. Μας θυμίζει πως, ακόμη και στις πιο σκοτεινές στιγμές, ο άνθρωπος συνεχίζει να ελπίζει, να ερωτεύεται, να ονειρεύεται και να διεκδικεί.
Ένα θέατρο που δεν προσφέρει απλώς μια ευχάριστη βραδιά, αλλά μια εμπειρία που γεννά σκέψεις και συναισθήματα. Μια παράσταση που, αν και αναφέρεται σε ένα συγκεκριμένο χωροχρονικό πλαίσιο, μιλάει για όλους μας. Και γι’ αυτό, αξίζει να τη δει κανείς.
Της Αλεξίας Βλάρα, 17/02/2025
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου