Μαρία Σχοινά: "Η συγγραφή ήταν μέσα μου από τότε που θυμάμαι τον εαυτό μου, σαν γονιδιακή προδιάθεση".

 


1.      Τι σας ενέπνευσε να γράψετε το μυθιστόρημα "Η Ζωή στο Μπαλκόνι"; Υπάρχει κάποιο συγκεκριμένο γεγονός ή προσωπική εμπειρία που στάθηκε αφορμή;

Όχι, πρόκειται για καθαρή μυθοπλασία. Με είχαν συμβουλέψει: ‘γράψε για τις ζωές των άλλων, είναι σίγουρα πιο ενδιαφέρουσες από τη δική σου’. Έτσι έγραψα μια ιστορία, όχι βιογραφική, για ανθρώπους που δεν έχω γνωρίσει, αλλά είναι άνθρωποι της διπλανής πόρτας, δεν έχουν κρυμμένους σκελετούς στην ντουλάπα τους, ένοχα μυστικά ή κρυφές διαστροφές. Άνθρωποι που δεν υπήρξαν, αλλά θα μπορούσαν να έχουν υπάρξει, όχι σε ένα παράλληλο σύμπαν, αλλά εδώ, στη γειτονιά μας.

 

2.      Γιατί επιλέξατε τη δεκαετία του '70 και τη Θεσσαλονίκη ως χρονικό και γεωγραφικό πλαίσιο της ιστορίας σας; Πώς επηρεάζουν αυτά τα στοιχεία την αφήγηση;

Γεννήθηκα στη Θεσσαλονίκη το ’66, η μια ηρωίδα μου η Στέλλα, το ’55 και η κόρη της Ζωή το ’76. Επέλεξα αυτή την περίοδο γιατί έχω πιο πολλές εικόνες και παραστάσεις, μέσα από τις προσωπικές μου αναμνήσεις. Γιατί μπορεί οι ήρωές μου να είναι προϊόντα μυθοπλασίας, αλλά τα σπίτια τους, τα φαγητά τους, οι γειτονιές τους, η πόλη τους, η Θεσσαλονίκη, είναι καθαρά βιωματικά, πέρα για πέρα αληθινά. Το θεωρώ παρακινδυνευμένο, στην πρώτη μου απόπειρα να γράψω για κάτι άγνωστο, δε θα ήμουν αληθινή και ο αναγνώστης θα το αντιλαμβανόταν.

3.      Η σχέση μεταξύ της Στέλλας και της Ελισάβετ είναι κεντρική στην πλοκή. Τι σας ώθησε να εξερευνήσετε μια τέτοια δυναμική στις σχέσεις των χαρακτήρων σας;

Η Στέλλα, η κόρη του χασάπη, η γυναίκα του φαρμακοποιού. Είχε τα πάντα, νιάτα και πλούτη κι ομορφιά και το σημαντικότερο, ήξερε να τα απολαμβάνει όλα αυτά και να τα μοιράζεται. Η Ελισάβετ, η κόρη του δουλευταρά κτηνοτρόφου από την ορεινή Χαλκιδική, η όψιμη γυναίκα του κομμουνιστή διευθυντή του σχολείου και μητέρα του φέρελπι γιατρού Θοδωρή. Ανεχόταν χωρίς διαμαρτυρία τους πάντες να της ζητούν ασταμάτητα ό,τι είχε…, πέρασε δύσκολα μέχρι να χτίσει τη φωλιά της και είχε πάντα το φόβο ότι όλα ήταν προσωρινά και κάποια στιγμή το παραμύθι θα τελείωνε, θα γύριζε στη μοναξιά και στη δυστυχία των παιδικών της χρόνων’.

Οι αντιθέσεις τόσο του χαρακτήρα τους όσο και της γενικότερης βιοθεωρίας τους, που πηγάζουν από την διαφορετική αφετηρία της ζωής τους μου κέντρισαν το ενδιαφέρον, ήταν για μένα μια πρόκληση να φέρω τόσο κοντά δυο ανόμοια και κατά βάθος εντελώς μοναχικά πλάσματα.

 


4.      Ο κρυφός έρωτας μεταξύ του Θοδωρή και της Ζωής είναι ένα σημαντικό στοιχείο της ιστορίας. Πώς πιστεύετε ότι αυτός ο παράνομος έρωτας αντικατοπτρίζει τις κοινωνικές και πολιτισμικές αλλαγές της εποχής;

Με μια προσεκτική ανάγνωση μπορεί εύκολα να διαπιστώσει κανείς ότι πρόκειται για μια περίπτωση κατά κάποιο τρόπο παιδεραστίας, ο Θοδωρής είναι τριαντάρης και η Ζωή δεκαπέντε χρονών όταν ξεκινάει η ολοκληρωμένη σεξουαλικά σχέση τους. Στην εποχή του polital correct που ζούμε σήμερα αυτό θεωρείται πέρα από παράνομο, ανάρμοστο και για πολλούς ειδεχθές. Το ίδιο βέβαια ίσχυε και στα 90’ς, δεν έχουν αλλάξει τόσα σε τρεις δεκαετίες, εκτός από τον τρόπο και την ένταση που επικοινωνούνται τέτοιου είδους περιστατικά και τη σύνδεση τους με αρρωστημένες χυδαίες καταστάσεις. Ίσως τότε να ζούσαμε σε μια πιο αθώα εποχή, που ο έρωτας ήταν μια έκφραση ρομαντισμού, με στοιχεία τρυφερότητας και βαθιάς αγάπης, καθαρά συναισθηματικός. Ίσως πάλι, εγώ να θυμάμαι την εποχή της νιότης μου με νοσταλγία και να της έχω προσδώσει όλα αυτά τα συναισθηματικά χαρακτηριστικά…

 

5.      Το βιβλίο σας αναφέρεται στην αστικοποίηση και μεταμόρφωση της Θεσσαλονίκης. Ποια ήταν η πρόθεσή σας πίσω από την επιλογή αυτού του θέματος και πώς θεωρείτε ότι επηρεάζει τους χαρακτήρες και τις σχέσεις τους;

Το μεγάλο χωνευτήρι της πόλης και δύο απέναντι ρετιρέ  φέρνουν κοντά και συνδέουν με φιλία δύο γυναίκες τόσο ανόμοιες αλλά υπαινικτικά τόσο μόνες. Χρησιμοποίησα το σκηνικό της πόλης που αλλάζει για να το παραλληλίσω με τη μεταμόρφωση των ηρωίδων μου, οι οποίες όταν συναντιούνται τυχαίο στο μανάβικο, σημείο συνάντησης της εποχής, γραπώνονται η μία από την άλλη, μαθαίνουν η μία από την άλλη, σπάνε στερεότυπα και αναπληρώνουν μέσα από τη σχέση τους αυτό που με διαφορετικούς τρόπους στερήθηκαν ως παιδιά: τη μητρική αγάπη και καθοδήγηση.

 

6.      Πότε και πώς ξεκινήσατε να γράφετε; Τι σας ώθησε να ασχοληθείτε με τη συγγραφή;

Η συγγραφή ήταν μέσα μου από τότε που θυμάμαι τον εαυτό μου, σαν γονιδιακή προδιάθεση. Πάντα μου άρεσε να φτιάχνω ιστορίες με το μυαλό μου και όσο τις δούλευα παρακολουθούσα τις ζωές των ηρώων μου σαν να έβλεπα από την κλειδαρότρυπα τις ιδιαίτερες στιγμές τους, σαν ηδονοβλεψίας. Μετά τον καιρό, κατά έναν παράξενο τρόπο, αυτοί οι άνθρωποι αυτονομήθηκαν, άρχισαν να λειτουργούν αυτοβούλως, ό,τι έπρατταν ήταν δική τους απόφαση. Έτσι κάποια στιγμή αποφάσισα να καταγράψω τις στιγμές αυτών των ανθρώπων, σαν να μου το ζητούσαν οι ίδιοι.

 

7.      Ποιες είναι οι μεγαλύτερες λογοτεχνικές σας επιρροές και πώς έχουν διαμορφώσει το συγγραφικό σας στυλ;

Νομίζω ότι με έχουν επηρεάσει λογοτεχνικά τα έργα των συνομήλικων μου Ελλήνων συγγραφέων, του Ραπτόπουλου, του Τατσόπουλου, του νεώτερου Κορτώ κ.α. Επίσης μου αρέσει πολύ ο Ξανθούλης, για τον τρόπο που αγκαλιάζει τους ήρωες των έργων του, σαν να τους αγαπάει στα αλήθεια.

Προτιμώ περισσότερο να διαβάζω πολιτικά θρίλερ, ιστορίες που να συνδέονται με πρόσφατα ιστορικά γεγονότα. Μου αρέσει πολύ ο Manuel Vázquez Montalbán, ο Adrian McKinty, ο Andrea Camilleri. Τώρα γιατί έγραψα μια ηθογραφία… ίσως γιατί δεν έχω τέτοιου είδους παραστάσεις και βιώματα, αλλά θα το τολμήσω κάποια στιγμή να γράψω μια ιστορία με σασπένς και πολιτικό μήνυμα.

 

8.      Ποιες ήταν οι μεγαλύτερες προκλήσεις που αντιμετωπίσατε κατά τη συγγραφή αυτού του βιβλίου;

Αφού έγραψα το τέλος, γιατί μου το ζητούσαν επίμονα μου στην ομάδα γραφής, έπρεπε να γυρίσω πίσω στο χρόνο για να καταγράψω τα γεγονότα που προηγήθηκαν. Αυτό ήταν για μένα μια πραγματική πρόκληση!

Με δυσκόλεψε επίσης η συγγραφή των ερωτικών σκηνών, όχι από σεμνοτυφία, αλλά από σεβασμό στους ήρωες μου. Δεν ήθελα να εκθέσω τις τρυφερές τους προσωπικές τους στιγμές βορά σε αδιάκριτα βλέμματα! 

 


9.      Ποιες ήταν οι πρώτες αντιδράσεις των αναγνωστών στο βιβλίο σας και πώς σας έκαναν να νιώσετε;

Υπήρξε στα αλήθεια θερμή ανταπόκριση, από το αναγνωστικό κοινό που αποτελούταν όχι μόνο από κοντινούς φίλους, αλλά και από συναδέλφους και άλλους γνωστούς με τους οποίους δεν έχω στενή προσωπική σχέση. Κάποιοι μου είπαν ότι ξενύχτησαν, ότι έκαψαν το φαΐ, ότι δεν το αφήναν από τα χέρια τους, ότι περιμένουν το sequel! Αυτό ήταν και η μεγαλύτερη ικανοποίηση για μένα, άλλωστε όλοι οι συγγραφείς είμαστε λίγο ματαιόδοξοι. Δίπλα στο κομοδίνο μου έχω μια στοίβα αδιάβαστα βιβλία, κάποια απλώς τα πήρα και περιμένουν, κάποια τα άρχισα και δεν μου κίνησαν το ενδιαφέρον. Το προσωπικό μου στοίχημα είναι όσοι αρχίσουν το βιβλίο μου να το τελειώσουν.

 

10. Έχετε ήδη κάποια σχέδια για το επόμενο βιβλίο σας; Ποια θέματα ή είδη θα θέλατε να εξερευνήσετε στο μέλλον;

Φυσικά, μέσα μου εκκολάπτεται το επόμενο βιβλίο, έχω αποφασίσει για την πλοκή και για του ήρωές μου, αλλά θέλω να τους αφήσω λίγο να ωριμάσουν, να τους γνωρίσω καλύτερα, να με εμπιστευτούν και μετά να σας διηγηθώ την ιστορία τους. Λένε πως γράφουμε πάντα το ίδιο βιβλίο, εγώ θα προσπαθήσω να ξεφύγω…

 

11. Εργάζεστε ως Πολιτικός Μηχανικός και είστε συγγραφέας. Πώς καταφέρνετε να συνδυάζετε αυτές τις δύο απαιτητικές δραστηριότητες;

Η αλήθεια είναι ότι η συγγραφή είναι ενασχόληση που αρμόζει σε συνταξιούχο φιλόλογο και σε όχι βαριά εργαζόμενη πολιτικό μηχανικό!  Δεν είναι πάντως θέμα χρόνου, τώρα που έχω πια ξεπαιδιάσει όχι μόνο προλαβαίνω αλλά πασχίζω να πραγματοποιήσω τα όνειρά μου, να ικανοποιήσω κάθε μου επιθυμία, κάθε τι που λαχταρούσα αλλά δεν με άφηναν οι υποχρεώσεις να απολαύσω. Το γράψιμο ήταν το μεγάλο μου όνειρο, ήρθε κάποτε η στιγμή του…

 

12. Πώς επηρεάζει η οικογενειακή σας ζωή τη συγγραφική σας διαδικασία; Βρίσκετε υποστήριξη από την οικογένειά σας;

Απόλαυσα κάθε στιγμή της συγγραφής αυτού του βιβλίου, τα απογεύματα μετά τη δουλειά κατέβαινα πάλι στο γραφείο και έγραφα, έγραφα χωρίς σταματημό όλα αυτά που δούλευα μέσα μου τις προηγούμενες ώρες. Αυτό δεν επηρέαζε καθόλου την οικογενειακή μου ζωή, δεν είμαι άλλωστε η παραδοσιακή σύζυγος-μητέρα-νοικοκυρά.  Ο άντρας μου ήταν ο πρώτος αναγνώστης και επιμελητής μου. Του έδινα ένα-ένα τα κεφάλαια μόλις τα ολοκλήρωνα για να τον κρατάω σε αγωνία για το επόμενο. Ο γιος μου με βοήθησε στο στήσιμο της σκακιστικής παρτίδας που χρησιμοποίησα για τις ανάγκες της πλοκής και η κόρη μου στην προώθηση που είναι και το ταλέντο της. Οπότε η συγγραφή μπορεί και να θεωρηθεί οικογενειακή υπόθεση!

 

13. Το διήγημά σας "Dettol" διακρίθηκε σε διαγωνισμό κατά τη διάρκεια της καραντίνας. Πώς επηρέασε η πανδημία την καθημερινότητά σας και τη συγγραφή σας;

Είχα αρχίσει τη συγγραφή του μυθιστορήματός μου παράλληλα με τα μαθήματα δημιουργικής γραφής πριν από την πανδημία οπότε η καραντίνα και τα επακόλουθα της θέλω να πιστεύω ότι δεν επηρέασαν το λογοτεχνικό μου ύφος, άλλωστε μόλις τότε είχα αρχίσει να το ανακαλύπτω! Ο εγκλεισμός μου έδωσε το χρόνο που μέχρι τότε δεν είχα ποτέ διαθέσιμο για να πειραματιστώ με το διήγημα. Η μικρή φόρμα και η άμεση έκδοση της δουλειάς μου, ήταν μια ενθάρρυνση για να συνεχίσω.

Η πανδημία ήταν για μένα μια πολύ σκοτεινή περίοδος της ζωής μου, τόσο που την έχω απωθήσει από τη μνήμη μου.

 

14. Έχετε συμμετάσχει σε συλλογικά έργα. Πώς ήταν η εμπειρία σας από αυτές τις συνεργασίες και τι αποκομίσατε από αυτές;

Μόνο θετικά στοιχεία έχω αποκομίσει. Όταν μου προτείνεται ένα θέμα, το οποίο είναι δεδομένο, δεν μπορώ να παρεκκλίνω από αυτό, το μυαλό μου προσανατολίζεται αμέσως και γεννά μια ιδέα. Όλα τα άλλα μετά είναι εύκολα, γράφω μέσα σε λίγες ώρες την ιστορία! Επίσης, είναι πολύ ενδιαφέρον να βλέπω μετά πως οι άλλοι συγγραφείς προσέγγισαν το ίδιο θέμα, καμμιά ιστορία δεν μοιάζει με τις άλλες!

 

15. Τι συμβουλές θα δίνατε σε νέους συγγραφείς που προσπαθούν να ξεκινήσουν την καριέρα τους στη λογοτεχνία;

Η συγγραφή και η έκδοση ενός γραπτού έργου, είναι μια κατάθεση ψυχής. Από τη στιγμή που οι σκέψεις μετατραπούν σε γραμμές πάνω στο χαρτί, δεν υπάρχει επιστροφή, ο συγγραφέας έχει αποκαλυφθεί, έχει δώσει το στίγμα του. Οπότε ναι, αν θέλετε να βγάλετε προς τα έξω την αληθινή σας πλευρά, γράψτε, γράψτε, γράψτε!

 

Της Αλεξίας Βλάρα, 13/9/2024

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις

Χλόη Αντωνοπούλου Μουζακίτη: " Για εμένα όμως η υπέρτατη αρετή που οφείλουμε να κατακτήσουμε σε αυτή τη ζωή είναι αύτη του ενήλικα που θέλει να βουτήξει το δάχτυλό του σε κάθετι νέο και να το γευτεί".

Εύη Μαραζοπούλου: "Η Σερβιτόρα και κάθε ήρωας μέσα σ’ αυτήν αντιπροσωπεύει τον σύγχρονο άνθρωπο, που έχει να αντιμετωπίσει σκοπέλους, εσωτερικούς ή εξωτερικούς".