Έφη Ευαγγελίου: Με τα χρόνια έγινα λιγότερο συναισθηματική, έμαθα να αξιολογώ τις καταστάσεις στις πραγματικές τους διαστάσεις και να προχωράω.

Το Παρίσι με λιακάδα της Έφης Ευαγγελίου είναι ένα μυθιστόρημα που ξεδιπλώνει τη διαδρομή μιας γενιάς που μεγάλωσε με υποσχέσεις και βρέθηκε στην ενηλικίωση μετέωρη, ανάμεσα σε κρίσεις, ανατροπές και μικρές καθημερινές ήττες που έπρεπε να μετατραπούν σε νίκες. Μιλήσαμε με την Έφη Ευαγγελίου για την Έλσα, για τη Δραπετσώνα που παραμένει μια αόρατη κλωστή στη ζωή της, για τις σιωπηλές τραγωδίες της γενιάς της και για το πώς η φιλία μπορεί να σταθεί πιο ανθεκτική από τον έρωτα.


Η Έλσα είναι μια ηρωίδα που μοιάζει να βγαίνει κατευθείαν από τη μνήμη μιας ολόκληρης γενιάς. Είναι καθαρά μυθοπλαστική ή ενσωματώνει και δικά σας βιώματα ή πρόσωπα που αγαπήσατε;

Έχω σαφώς επηρεαστεί από πρόσωπα που έχω γνωρίσει ή συγχρωτιστεί. Σε καμία όμως περίπτωση το βιβλίο δεν είναι αυτοβιογραφικό, καθώς είναι ένα λογοτεχνικό είδος που δεν με ελκύει. Θα έλεγα ότι κάποια πρόσωπα του βιβλίου πατάνε πάνω σε φίλους μου, αλλά η πλοκή της ιστορίας μας δείχνει τι θα μπορούσε να γίνει και όχι τι έγινε.

Το Παρίσι στο βιβλίο λειτουργεί περισσότερο ως προορισμός ή ως συμβολισμός; Τι αντιπροσωπεύει τελικά για την Έλσα και τη γενιά της;

Το Παρίσι συμβολίζει την ελπίδα μακριά από μια Ελλάδα που μαστίζεται απ’ την οικονομική κρίση. Είναι επίσης τόπος ενηλικίωσης για την Έλσα, μακριά από την ασφυκτική ελληνική οικογένεια. Επίσης δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι σ’ όλες τις κρίσιμες περιόδους το Παρίσι αντιπροσώπευε την πρόοδο, τα πρωτοπόρα καλλιτεχνικά και φιλοσοφικά κινήματα και φυσικά ένα κολάζ από διάφορες εθνικότητες.

Η φράση "η γενιά του 'κάτι θα γίνει'" είναι σχεδόν διαπεραστική. Ποια ανάγκη σάς ώθησε να φωτίσετε αυτή τη συγκεκριμένη γενιά και ποια είναι, κατά τη γνώμη σας, η "σιωπηλή" της τραγωδία;

Η γενιά στην οποία ανήκω κι εγώ, όταν πήγε να ενηλικιωθεί, ήρθε αντιμέτωπη με την οικονομική κρίση και το τέλος όλων όσων θεωρούσαν δεδομένα. Κάποιοι πιάστηκαν από το αντικαπιταλιστικό κίνημα της Γένοβα, το οποίο ξεκίνησε απ’ το Σιάτλ, ελπίζοντας σ’ έναν άλλο κόσμο. Πολλοί από εμάς δεν μπορέσαμε να βρούμε τις απαντήσεις που θέλαμε ούτε εκεί, και εδώ έγκειται η τραγωδία αυτής της γενιάς. Βρεθήκαμε ανάμεσα σε κάρτες τράπεζας για να πάμε ταξίδι στη Μύκονο και στην ανάγκη να υποστούμε τραγικές συνθήκες εργασίας και ποιότητας ζωής. Μη ξεχνάμε επίσης ότι ένα σημαντικό κομμάτι της γενιάς μου, κενό από ιδεολογίες και ελπίδες, κατέφυγε στις ουσίες που κυκλοφορούν με την ανοχή των αρχών στη χώρα μας και όχι μόνο. Θεωρώ και αυτό το γεγονός μια σημαντική τραγωδία και πιστεύω βαθιά ότι το σύστημα βολεύεται να υπάρχει ένα μέρος της νεολαίας απονευρωμένο.

Το βιβλίο μιλάει για αποχωρισμούς, έρωτες, φιλία και επιβίωση, και όλα αυτά χωρίς εξιδανικεύσεις. Πόσο δύσκολο ήταν να γράψετε για συναισθήματα χωρίς να γίνετε συναισθηματική;
Με τα χρόνια έγινα λιγότερο συναισθηματική, έμαθα να αξιολογώ τις καταστάσεις στις πραγματικές τους διαστάσεις και να προχωράω. Εδώ να πω ότι πιστεύω πως αυτό προκύπτει επίσης απ’ την αίσθηση του χιούμορ και τον σαρκασμό που με χαρακτηρίζει.

Η Δραπετσώνα των ’80s και ’90s είναι ένας ήρωας από μόνη της. Τι κρατάτε ακόμα μέσα σας από εκείνη την εποχή και πώς επηρέασε το αφηγηματικό σας βλέμμα;
Κρατάω όλες τις πλατείες, τα μηχανάκια, τα μπιλιάρδα, το μοίρασμα και την αλληλεγγύη. Με βοήθησε να βρω μια θέση για την Έλσα, η οποία παραμένει μια ηρωίδα με δίψα για ζωή που θέλει να δει πέρα απ’ τη συνοικία, αλλά με τη συνοικία την ενώνει μια κλωστή. Αυτή η κλωστή είναι η ζωή της.


Πιστεύετε ότι η δική σας γενιά είναι "άτυχη", "μεταβατική" ή απλώς παρεξηγημένη; Και πώς αυτό διαπλέκεται με τον τόνο του βιβλίου σας;

Πιστεύω ότι είμαστε μια άτυχη και παρεξηγημένη γενιά, η οποία χαρακτηρίστηκε κακομαθημένη, χυδαία υλιστική και σε μόνιμη εφηβεία με εξάρτηση απ’ την οικογένεια, ενώ ήταν οι γενιές των γονιών μας που δημιούργησαν το απόλυτο χάος. Εδώ να προσθέσω πως πιστεύω για την οικογένεια το «ό,τι με τρέφει, με καταστρέφει» που λέγανε και οι Ρωμαίοι, και δυστυχώς πολλά άτομα της γενιάς μου εξαρτώνται ακόμη απ’ αυτήν και εξυπηρετούν τα δικά της όνειρα.

Η φιλία, όπως περιγράφετε στο βιβλίο, μοιάζει να είναι κάτι βαθύτερο και πιο ανθεκτικό από τον έρωτα. Ήταν συνειδητή αυτή η ιεράρχηση ή προέκυψε μέσα από την ίδια την αφήγηση;

Ήταν απόλυτα συνειδητή, είναι η φιλοσοφία της ζωής μου. Στη φιλία ξεγυμνωνόμαστε, δεν παίζουμε ρόλους, δεν μεσολαβεί το πάθος που θολώνει το μυαλό και οδηγεί σε ταπεινά ένστικτα, ας πούμε της ζήλιας. Νομίζω ότι στον έρωτα πέφτουμε πολύ χαμηλά, ενώ ένας πραγματικός φίλος ξέρει να μας ανυψώνει.

Στην εποχή των γρήγορων αποσπασμάτων και των «viral» συναισθημάτων, πώς πιστεύετε ότι ένα βιβλίο όπως το Παρίσι με λιακάδα μπορεί να αγγίξει ουσιαστικά τους αναγνώστες;

Νομίζω πως οι αναγνώστες απ’ τις πρώτες σελίδες θα ανακαλύψουν κομμάτια του εαυτού τους και θα ανασυρθούν ωραίες αναμνήσεις από μια ροκ εφηβεία, που οδηγείσαι σε μια επίπονη ενηλικίωση, αλλά που τελικά τα καταφέρνει. Είναι αυτή η θετική ματιά που μπορεί να τραβήξει τον αναγνώστη, αν και καταλαβαίνω ότι με τόσες γρήγορες πληροφορίες έχουμε γίνει δέσμιοι των σόσιαλ μίντια και κυρίως της εικόνας, και δεν διαβάζουμε ούτε εφημερίδες όπως κάναμε παλιά, παρά μόνο τίτλους.

Ποια ήταν η μεγαλύτερη πρόκληση που αντιμετωπίσατε κατά τη συγγραφή του μυθιστορήματος; Υπήρξε κάποιο σημείο που δυσκολευτήκατε να "χωρέσετε" σε λέξεις;
Το σημείο που με δυσκόλεψε ήταν η περιγραφή του παράφορου έρωτα με τον Αλέξη· ένιωσα πάλι να ’μαι πολύ νέα και εύθραυστη, αλλά τελικά είπα να το απολαύσω.

Αν μπορούσατε να ψιθυρίσετε κάτι στην Έλσα στο τέλος της ιστορίας της, τι θα της λέγατε;

Είσαι πιο δυνατή απ’ όσο νομίζεις.


Βλάρα Αλεξία, 29/08/2025

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Είδαμε και προτείνουμε: «Οδύσσεια» από τον Μικρό Βορρά Μια παράσταση–ταξίδι

Ακούσαμε και προτείνουμε: «Όταν η φωνή παίρνει τον χώρο: Η Νικολέττα Φιλιππάκη σε μια βραδιά χωρίς άμυνες»

Είδαμε και προτείνουμε: Ύβρις Μια Παράσταση του Νίκου Τουλιάτου για ένα Ρυθμοποιητικό Θέατρο με την ομάδα Ηχοποιοί

Είδαμε και προτείνουμε: «Δεσμώτης» της Νατάσας Σίδερη

Μαρία Φεγγάρη: "Το βιβλίο γράφτηκε από μια προσωπική μου ανάγκη να ακολουθήσω ένα μονοπάτι εσωτερικής ενδοσκόπησης".