Γιάννης Σκαραγκάς: " Ένιωσα ότι η περίπτωση της Αχλαδιώτη κουβαλάει το φορτίο του εξαντλημένου Έλληνα της οικονομικής κρίσης: ο ανίσχυρος άνθρωπος που παλεύει με την απομόνωση και προσπαθεί να βρει τη θέση του σε έναν κόσμο που καταρρέει."
Ο Γιάννης Σκαραγκάς μιλάει στο Open Mind για την παράσταση: "Η κυρά της Ρω", την αγάπη του για την συγγραφή, την πορεία του μέχρι σήμερα και διάφορα ακόμα....
«Η κυρά της Ρω»: Πώς προέκυψε
η επιλογή του θέματος;
Η Φωτεινή Μπαξεβάνη μού μιλούσε
χρόνια για την αγάπη της στο πρόσωπο της Δέσποινας Αχλαδιώτη. Θαύμαζε τη
γυναίκα που έζησε τόσο ασκητικά σε ένα απομονωμένο νησί με τον άντρα που
ερωτεύτηκε, ανεβοκατεβάζοντας τη σημαία σε πείσμα διαφόρων πολεμοχαρών φίλων
και εχθρών. Εγώ από την άλλη έψαχνα ένα σύμβολο για την κατάσταση της Ελλάδας
την τελευταία δεκαετία. Ένιωσα ότι η περίπτωση της Αχλαδιώτη κουβαλάει το
φορτίο του εξαντλημένου Έλληνα της οικονομικής κρίσης: ο ανίσχυρος άνθρωπος που
παλεύει με την απομόνωση και προσπαθεί να βρει τη θέση του σε έναν κόσμο που
καταρρέει.
Πώς νιώθετε για την
επιλογή να μεταφερθεί το μυθιστόρημά σας σε θεατρική παράσταση;
Είναι από τις πιο ωραίες
δουλειές που έχω κάνει στο θέατρο, και δεν αμφέβαλλα ούτε μια στιγμή για αυτό.
Το μόνο που με προβλημάτιζε, ήταν η απήχηση ενός τέτοιου κειμένου στο κοινό—με
την έννοια ότι πρόκειται για ένα πολύ εσωτερικό, ποιητικό κείμενο. Αυτή όμως
είναι η αξία των καλών συνεργατών. Δεν θα μπορούσα να φανταστώ αυτή την
παράσταση χωρίς τη σκηνοθεσία της Κατερίνας Μπερδέκα και την ερμηνεία της
Φωτεινής Μπαξεβάνη.
Η παράσταση βρέθηκε
πρόσφατα στο Περθ της δυτικής Αυστραλίας. Τι σημαίνει για εσάς αυτή η επιτυχία;
Ήταν μια συναρπαστική εμπειρία.
Το μισό κοινό και στις δύο παραστάσεις ήταν ξένο. Ήταν συγκινητικές οι
αντιδράσεις τους. Ήξερα ότι μια τέτοια ιστορία δεν απευθύνεται μόνο στην
ελληνική ψυχή, αλλά σε αυτό το κομμάτι ανθρωπιάς και πίστης που κουβαλάμε όλοι
μας, ανεξάρτητα από την εθνικότητά μας. Η παράσταση στο Περθ ήταν ο προάγγελος
μιας περιοδείας που ξεκινάει τον χειμώνα σε Ηνωμένες Πολιτείες και Αυστραλία.
Πόσο πολύ αγαπάτε την
ιστορία; Εκτός από την Κυρά της Ρω, το τελευταίο σας μυθιστόρημα «Λαχτάρα που
περίσσεψε από χτες» (εκδ. Κριτική) καταπιάνεται με μια άλλη περιπέτεια της
χώρας μας στα τέλη του 19ου αιώνα.
Αγαπάω το άχτι των ανθρώπων που
δεν πρόλαβαν να τα ζήσουν όλα. Αυτό αναζητώ στην ιστορία. Όταν βλέπω μια παλιά
φωτογραφία, δεν κοιτάω το παρελθόν, αλλά την επίκαιρη στιγμή—τις προθέσεις, τις
λεπτομέρειες και τα υπονοούμενα των ανθρώπων που έφυγαν, αφήνοντας πίσω μια
υποψία βαριάς επιθυμίας. Με αυτά τα υπονοούμενα φτιάχνω τις ιστορίες μου, με
αυτά τα κατάλοιπα μιας ιδιωτικής ιστορίας που χωρίς την ενσυναίσθηση ενός
τρίτου, θα ξεραθούν στη σκόνη της επίσημης μνήμης. Δεν είμαστε άθροισμα στιγμών
που ξεχάστηκαν. Είμαστε αυτό που τυχαίνει στους ήρωες των μύθων: το χειρότερο
και το μαγικό, το παράλογο και το αντιφατικό, το πείσμα κι η αποτυχία μας να
αγαπήσουμε. Είμαστε πάντα το επιπλέον ζευγάρι μάτια ενός κόσμου που δεν θα
σταματήσει να εξαρτάται από διαφορετικές οπτικές και αλλοπρόσαλλες ιστορίες.
Σας εμπνέει η Ελλάδα;
Μοιράζετε τη ζωή και τη δουλειά σας εντός και εκτός χώρας, και οι τελευταίες
σας δουλειές στην πεζογραφία και στο θέατρο έχουν θέμα διαφορετικά πρόσωπα της
Ελλάδας.
Συνειδητοποίησα ότι με εμπνέει
όταν στις αρχές της οικονομικής κρίσης άρχισε να αλλάζει η ζωή μου δραστικά.
Είχα τόση θλίψη, που όταν αναγκάστηκα να αφήσω την Αθήνα, σκέφτηκα ότι όφειλα
να μιλήσω μέσα από τη δουλειά μου για αυτή τη βίαιη εμπειρία της κρίσης. Το
πρώτο μου διήγημα στις Η.ΠΑ. με θέμα την Ελλάδα κυκλοφόρησε το 2010. Η πιο
πρόσφατη δουλειά μου στο εξωτερικό με θέμα πάλι την Ελλάδα ήταν ένα διήγημα,
που από τις σελίδες του World Literature Today διασκευάστηκε για το θέατρο στη
Ζυρίχη το 2017. Δεν προσπαθώ να ωραιοποιήσω την Ελλάδα, αλλά ούτε και να την
εκδικηθώ για την ανοησία μας. Θέλω απλώς να μιλήσω για όλη αυτή την περιπέτεια
που ακόμα και μετά από μία δεκαετία, μοιάζει να μην μας έχει μάθει τίποτα.
Ο κόσμος σας γνώρισε μέσα
από το μυθιστόρημα και την τηλεοπτική σας σειρά Επιφάνεια το 2001.
Φανταζόσασταν τότε τον εαυτό σας εδώ που βρίσκεται τώρα;
Ήταν μία πολύ έντονη εποχή
εκείνη, κι εγώ πολύ νεαρός για να μπορώ να την κατανοήσω. Δεν ήξερα με ποιον
τρόπο να χρησιμοποιήσω εκείνη την επιτυχία και να την εξελίξω. Ακριβώς επειδή
μου προσφέρθηκε νωρίς και έκανα όλα τα νεανικά και αυτοκαταστροφικά λάθη, έμαθα
να αλλάζω τις επιθυμίες και τα όνειρά μου, και να μεταμορφώνομαι μέσα από την
αλλαγή αυτή. Η απάντηση λοιπόν είναι ότι ποτέ δεν θα μπορούσα να φανταστώ το
μέλλον τότε, γιατί πέρα από το πάθος μου για την μυθοπλασία, δεν είχα τίποτε
άλλο δεδομένο σε αυτή τη διαδρομή. Είμαι ευγνώμων για ό,τι μου συμβαίνει τα
τελευταία χρόνια εντός και εκτός Ελλάδας. Είναι μοναδικό, δούλεψα σκληρά για να
το αποκτήσω κι έχω πλέον την προσωπική και επαγγελματική ωριμότητα για να το
αφήσω να ανθίσει.
Τι σημαίνει για εσάς η
συγγραφή και πώς ξεκινήσατε να γράφετε;
Σημαίνει τη μοναδική πιθανότητα
να συμφιλιωθώ με τον εαυτό μου μέσα από ένα ταλέντο. Σημαίνει εκείνη την
αποκαλυπτική αίσθηση που είχα ως έφηβος, όταν πήρα το πρώτο μου πανελλήνιο
βραβείο, ότι η συγγραφή ήταν ένα κομμάτι του εαυτού μου, που δεν είχε να κάνει
με τις φιλοδοξίες μου, αλλά κυρίως με την ικανότητά μου να επικοινωνώ με τον
κόσμο και να τοποθετώ τον εαυτό μου. Σημαίνει αυτό που προσπαθώ να εξηγήσω
στους μαθητές μου στα τμήματα δημιουργικής γραφής στον ΙΑΝΟ: το πάθος για τις
λέξεις δεν αποτελεί ψυχανάλυση, αλλά μια διαρκή εξάσκηση των αισθήσεων, της
ευαισθησίας και της ικανότητάς μας να καταλαβαίνουμε τους άλλους και τα
χαρακτηριστικά τους.
Δουλεύετε ως συγγραφέας και
στο εξωτερικό. Ποια είναι τα κοινά και ποιοι οι διαφορές σε σχέση με το
ελληνικό αναγνωστικό και θεατρόφιλο κοινό;
Θα σύγκρινα ευκολότερα την
Ευρώπη με τις Η.Π.Α. Το ευρωπαϊκό κοινό είναι πιο ανοιχτό στις ξένες
λογοτεχνίες και θέματα. Στην Αμερική είναι λίγο πιο απορροφημένο από τον πλούτο
των ειδών και φωνών που παράγει η αγορά τους.
Θεωρείτε ότι η Ελλάδα θα βγει
από την κρίση, και πώς θα χαρακτηρίζατε την σύγχρονη κοινωνία;
Αναρωτιέμαι αν το τέλος της
κρίσης θα φέρει και το τέλος του διχασμού. Αυτό είναι που με απελπίζει
περισσότερο. Το ύψος της πολεμικής ρητορικής που αναπτύχθηκε στη διάρκεια της
Κρίσης μοιάζει ανεξάντλητο. Δεν ξέρω τι θα απομείνει στο τέλος από την
ικανότητά μας να συνυπάρχουμε, όταν οι αριθμοί θα είναι ενθαρρυντικοί και οι
αντοχές μας ανανεωμένες. Μπορούμε όμως να δούμε ξεκάθαρα τι μας έχει συμβεί
διαχρονικά τις στιγμές του ανεξέλεγκτου διχασμού.
Ένα μήνυμα προς τους
αναγνώστες μας.
Προσπαθώ να πιστεύω στον άνθρωπο, στην ικανότητά του να
γίνεται θαυμαστός στις δυσκολότερες στιγμές του. Και προσπαθώ να πιστεύω ιδίως
όταν τα σημάδια γύρω μου με διαψεύδουν. Γιατί από την άλλη, αν δεν
υπερασπιστούμε εμείς οι ίδιοι αυτή την πίστη, φοβάμαι ότι θα μας καταβροχθίσουν
τα αγρίμια και οι δαίμονές μας. Δεν προσπαθώ να αλλάξω τον κόσμο, αλλά
τουλάχιστον να του δώσω υπομονετικά την πιθανότητα να με εκπλήξει.
Της Αλεξίας Βλάρα 18/6/2019
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου