Κωνσταντίνος Αβράμης & Ελένη Νιωτάκη για το Tanikō
Πώς γεννήθηκε η ιδέα να “παντρέψετε” έναν ιαπωνικό
μύθο με τις σύγχρονες αγωνίες της αθηναϊκής πραγματικότητας; Ποιο ήταν το
έναυσμα;
Οι μύθοι είναι κλασικοί ακριβώς επειδή δεν ισχύουν σε
κάθε χρόνο και χώρο, επειδή αναγνωρίζουμε σε αυτούς κάτι δικό μας. Ο
συγκεκριμένος είναι κάτι ξεχωριστό, γιατί λαμβάνει χώρα εντός ενός πολύ
αυστηρού, απαρέγκλιτου, θρησκευτικού κανόνα. Πως εκκοσμικεύεται, λοιπόν, ένας
τέτοιος θρησκευτικός νόμος; Το έργο διατρέχεται από την απουσία αυτού που
θυσιάζεται για το καλό των άλλων, του συνόλου. Αυτό είναι ένα βίωμα άκρως
αθηναϊκό. Στην πόλη αυτή οι ασθένειες τίθενται σε περίοπτη θέση, συζητιούνται
διαρκώς, η γκρίνια διασπείρεται ― οι απόπειρες για ίαση εξοστρακίζονται,
παραμένουν αθέατες.
Το “Tanikō” θίγει ζητήματα όπως η κοινωνική ασφυξία
και η φροντίδα υγείας. Ποια πλευρά του έργου θα λέγατε ότι πονάει περισσότερο,
κοινωνικά ή υπαρξιακά;
Δεν μπορώ να αντιληφθώ τον έναν όρο χωρίς να συνδέεται
με τον άλλον. Η γρήγορη μεταβολή τις γειτονιάς μου επιφέρει την κατάλυση των
σχέσεων, τη βία. Τι είναι το να βλέπει κανείς απειλές για τη ζωή του στο
παράθυρο του ή στη δουλειά του; Κοινωνικό ή υπαρξιακό θέμα; Όποιο άτομο πιστεύει
πως μπορεί να υπάρξει ακοινωνικά με παραξενεύει τόσο πολύ. Για μένα, πονάει το
ότι νομίζουμε πως μπορούμε να μείνουμε ανεπηρέαστοι από όσα συμβαίνουν γύρω
μας.
Μια άρια, ένας χαμένος αδελφός, μια μεσόφωνος που
φέρει μνήμη. Πόσο σημαντική είναι για εσάς η λειτουργία του ήχου και του
“ανησυχητικά οικείου” στην παράσταση;
Η μουσική αποτελεί μια πρόκληση προς το αρχέγονο. Όταν
όλες οι κοινωνικές συμβάσεις καταρρέουν, όταν κάθε ένα από τα πέπλα που έδιναν
ελπίδα στις ηρωίδες έχει αποτραβηχτεί, τότε έρχεται η μουσική και τους
προσφέρει έναν ασφαλή χώρο για να υπάρξουν έξω από τους όρους της καταπίεσής
τους. Θεραπευτική ή τραυματική, δεν είμαι σίγουρος. Πάντως η μουσική της
Δέσποινας Γεώργα είναι σίγουρα η διάνοιξη μιας ρωγμής που επιτρέπει στο
κοινωνικό πλαίσιο να παραμερίσει ― για λίγο. Και εκεί αναδεικνύεται η
διαχρονικότητα του μύθου.
Το έργο διαδραματίζεται σε ένα winebar. Πόσο
συμβολικός είναι αυτός ο χώρος και πώς λειτουργεί μέσα στο σύμπαν του έργου;
Ο κόσμος του κρασιού είναι ταυτόχρονα το απολύτως
φρέσκο και το ολότελα παλιό. Όσο πιο πολύ εξευγενίζεται η βιομηχανία του
σταφυλιού, με νέες τεχνικές, νέες γεύσεις και -τρομακτικά πολλά- νέα μαγαζιά,
τόσο επιστρέφουμε στην καθαρή μορφή της ύβρης και της καθαρτικής διάλυσης.
Μιλάμε όμως πάντα για κάτι άλλο. Ποια είναι αυτή η αισθητική που κυριαρχεί στα winebars; Ποια είναι η
γλώσσα με την οποία απευθύνονται; Αυτός, λοιπόν, ο τόπος συνάντησης, όπου οι
τρεις χαρακτήρες μας αναγκάζονται να συνυπάρξουν αποτελεί, παραδόξως,
περισσότερο έναν χρόνο παρά έναν χώρο.
Έχετε σκηνοθετήσει το ίδιο σας το κείμενο. Ποια ήταν η
μεγαλύτερη πρόκληση σε αυτό το διπλό καλλιτεχνικό στοίχημα;
Καμία απολύτως. Θεωρώ ότι μετά από την ενασχόληση με λέξεις άλλων, με δοκίμια
και άλλα μη-θεατρικά κείμενα, επιστρέφουμε τώρα στην απλότητα του θεατρικού
έργου. Αλλά δεν θα έλεγα πως έχω σκηνοθετήσει το κείμενό μου. Αν η διαδικασία
της πρόβας μείνει δεσμευμένη στο να υπηρετήσει την πρόθεση του χαρτιού, η
παράσταση δεν μπορεί να αποτελέσει πραγματική συνάντηση. Η Ελένη, η Λίνα, η
Μαρίσσα με βοήθησαν να αλλάξουμε ό,τι δεν δούλευε. Δοκιμάσαμε και δοκιμάσαμε
ξανά. Ακόμα και αν το τελικό αποτέλεσμα δεν απέχει τόσο από το αρχικό
ανάγνωσμα, η δράση την οποία οι λέξεις υπηρετούν είναι ολότελα διαφορετική.
Αυτό είναι το θεατρικό έργο: μια δραματουργία περισσότερο, και για αυτό
ευχαριστώ και τις τέσσερίς τους για την αδιανόητη εμπιστοσύνη σε όλο αυτό.
Ελένη Νιωτάκη
Οι ηρωίδες του έργου είναι τρεις γυναίκες που
προσπαθούν να διαχειριστούν εξωτερικές πιέσεις και εσωτερικές ρωγμές. Πώς
προσεγγίσατε αυτές τις συναισθηματικές μεταπτώσεις;
Νομίζω ότι από την πρώτη ανάγνωση του κειμένου
προέκυπταν αρκετά αβίαστα. Ο Κωνσταντίνος έχει προσεγγίσει με ιδιαίτερη
λεπτότητα τον τρόπο με τον οποίο αυτές οι τρεις γυναίκες προσπαθούν να
διατηρήσουν τις άμυνές τους, να κρατήσουν τις ισορροπίες τους και να
παραμείνουν όρθιες στα πόδια τους. Το πώς αντιδρούν σε ό,τι τους συμβαίνει μου
φαίνεται πως είναι απολύτως κατανοητό και αιτιολογημένο, στο πλαίσιο του
χαρακτήρα και της ιδιοσυγκρασίας της καθεμιάς τους.
Ο ιαπωνικός μύθος του “Tanikō” εμπλέκεται με μια
σύγχρονη ελληνική πραγματικότητα. Πώς το νιώσατε αυτό στη σκηνική πράξη;
Σε ένα πρώτο στάδιο αξίζει να κάνουμε το αναδρομικό
εκείνο ταξίδι που μας οδηγεί στην αφετηρία, την “αυθεντική” ιστορία του «Tanikō»,
για να την κατανοήσουμε στην πιο “ωμή” της εκδοχή. Έπειτα να ακολουθήσουμε την
εξέλιξή της τόσο στο πλαίσιο του ιαπωνικού πολιτισμού, όσο και σε αυτό του
δυτικού κόσμου που αναπόφευκτα την μεταλλάσσει και την εκκοσμικεύει με στόχο να
τη φέρει πιο κοντά σε εμάς. Κι ενώ αυτός ο μύθος διατρέχει με έναν μυστικιστικό
τρόπο το δικό μας «Tanikō», το ίδιο το έργο μας διαδραματίζεται στο πλαίσιο
μιας κοινωνίας που “εξευγενίζεται”. Ταυτόχρονα, και σε ένα πιο πρακτικό
επίπεδο, νομίζω ότι γίνεται εύκολα αντιληπτό από όποιον βλέπει την παράσταση
ότι η σκηνοθεσία και η οπτική της ταυτότητα είναι, είτε άμεσα είτε έμμεσα, ιδιαιτέρως
επηρεασμένη από την ιαπωνική παράδοση και αισθητική.
Το έργο εξερευνά την οικογένεια, τη μνήμη και το
ανομολόγητο. Ποια σκηνή ή στιγμή της παράστασης σάς συγκίνησε περισσότερο ως
ηθοποιούς;
Για εμένα οι πιο συγκινητικές στιγμές της παράστασης
είναι εκείνες που οι ηρωίδες μας γίνονται αληθινές. Οι ελάχιστες στιγμές που
ρίχνουν τις άμυνές τους, αποκαλύπτουν τις ρωγμές τους και κοιτούν με
ειλικρίνεια η μία την άλλη στα μάτια.
Ο ρόλος της μουσικής και της άριας είναι κομβικός στην
ατμόσφαιρα του έργου. Πώς επηρέασε την ερμηνεία σας αυτό το στοιχείο;
Επειδή έχουμε ξανασυνεργαστεί με τη Δέσποινα για την «αγωνία
ιερή -στον αργαλειό της Εύας Palmer Σικελιανού» γνώριζα εκ των προτέρων ότι η
μουσική που συνθέτει για τα έργα είναι πάντα καίρια και λεπτομερώς μελετημένη,
ενώ η φωνή της είναι πραγματικά συγκινητική. Ο συνδυασμός αυτός στην
συγκεκριμένη παράσταση είναι καθοριστικός, μιας και η μουσική είναι ο φορέας
του μύθου του «Tanikō», η διαρκής υπενθύμιση και το κομβικό ξύπνημα των
χαρακτήρων μας. Φοβάμαι, όμως, ότι δεν μπορώ να αποκαλύψω περισσότερα γι’ αυτό!
Το “Tanikō” παρουσιάζεται για δύο μόνο παραστάσεις.
Πώς διαχειρίζεται ένας ηθοποιός τη συγκέντρωση και την ένταση μιας τόσο
συμπυκνωμένης εμπειρίας;
Η αλήθεια είναι ότι προτιμώ να μην το αντιμετωπίζω
έτσι. Δεν σκέφτομαι ότι είναι μόνο για δύο παραστάσεις, γιατί αυτό μάλλον θα με
“σκοτείνιαζε” περισσότερο, παρά θα με βοηθούσε, ούτε πιστεύω ότι όταν λέμε ότι
μας έμειναν μόνο δύο παραστάσεις ή μία, προσπαθούμε περισσότερο. Πάντα
προσπαθούμε περισσότερο, πάντα αγωνιζόμαστε και αγωνιούμε για τον χαρακτήρα
μας, πάντα φροντίζουμε τους συμπαίκτες μας, πάντα υπηρετούμε την παράσταση.
Άλλωστε, ελπίζω και εύχομαι πως αυτή είναι μόνο η αρχή ενός μεγάλου ταξιδιού για
το «Tanikō»!
Της Αλεξίας Βλάρα, 31/05/2025


Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου