Ο δημοσιογράφος Πάνος Αμυράς, στο ιστορικό μυθιστόρημα «Ο Λιμός», αφηγείται μερικές κρίσιμες μέρες της ζωής του υπαστυνόμου Νίκου Αγραφιώτη, τον Δεκέμβριο του 1941. Ο Αγραφιώτης, ένας από τους πεινασμένους Έλληνες, εξαναγκάζεται να διερευνήσει τη μυστηριώδη δολοφονία ενός μισητού αξιωματικού των Ες-Ες. Ο Γερμανός είχε έρθει στην Αθήνα σε μια ειδική αποστολή από τον ίδιο τον Γιόζεφ Γκέμπελς και κάποιος άγνωστος τον μαχαίρωσε και τον εκπαραθύρωσε από το ξενοδοχείο Μεγάλη Βρετανία. Ο υπαστυνόμος Αγραφιώτης βρίσκεται σε μια απίστευτη θέση zugzwang: προς όποια κατεύθυνση και να κινηθεί, χάνει. Είτε βρει τον ένοχο είτε όχι, ο ίδιος μοιάζει καταδικασμένος.
…Η μαύρη αγορά στην Αθήνα έμοιαζε με Λερναία Ύδρα. Όσο η πείνα μεγάλωνε τόσο ξεφύτρωναν καινούρια κεφάλια. «Πρωτεύουσα» των μαυραγοριτών παρέμενε η περιοχή του ιστορικού κέντρου, πέριξ της Ομόνοιας και της Βαρβάκειου Αγοράς. Εκεί οι μαυραγορίτες μετατρέπονταν καθημερινά σε χρηματιστές της πείνας και του θανάτου. Σε αγαστή συνεργασία με τις δυνάμεις Κατοχής, που ήταν οι βασικοί προμηθευτές, αυτοί οι επιτήδειοι διαμόρφωναν τη νέα τάξη της κατοχικής κοινωνίας. Ήταν οι νεόπλουτοι μαυραγορίτες. Ο Αγραφιώτης, αλλά και οι περισσότεροι Αθηναίοι, τους χώριζαν σε δύο κατηγορίες. Στη «μαρίδα», που την έβρισκες κάθε ημέρα στην Αιόλου για να πουλήσει τρόφιμα σε τιμές που καθημερινά αυξάνονταν, και στους «χονδρέμπορους». Οι τελευταίοι ήταν οι πιο αδίστακτοι. Χτυπούσαν αλύπητα την αστική τάξη της Αθήνας, που πριν από την Κατοχή κρατούσε την οικονομία της χώρας στα χέρια της. Σαν γύπες, τους άρπαζαν κοσμήματα, λίρες, έπιπλα, σπίτια, τις περιουσίες τους και τους έδιναν λίγο χρόνο ζωής… Κατά τη διάρκεια της έρευνάς του ο Αγραφιώτης θα έρθει αντιμέτωπος με εσωτερικούς και εξωτερικούς εχθρούς, και θα χρειαστεί να δώσει τη μεγαλύτερη μάχη με τον ίδιο του τον εαυτό. Αναπάντεχα, το μονοπάτι του θα συναντηθεί με εκείνο κάποιων αφανών ηρώων. Μια ομάδα πολιτών προσπαθεί να γλιτώσει τη χώρα από την τρομερή κρίση του λιμού, βάζοντας το γενικό καλό πάνω από την ύπαρξή τους. Πραγματικοί ήρωες είναι τα πρόσωπα της διπλανής πόρτας που όταν κληθούν από τις ανάγκες και τις περιστάσεις αναλαμβάνουν αυτό που λέμε συλλογική ευθύνη. Μεγάλη κουβέντα αυτή του Νίκου Καζαντζάκη: «Ν’ αγαπάς την ευθύνη. Να λες: Εγώ, εγώ μονάχος μου έχω χρέος να σώσω τη γης. Αν δε σωθεί, εγώ φταίω». |
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου