Είδαμε και προτείνουμε: Μονόκλινο σε Μπουάτ
Μονόκλινο σε Μπουάτ της Όλγας Στέφου, σκηνοθ. Άννα Χατζησοφιά
Θέατρο Αλκμήνη
Τι θα μπορούσε να επιφέρει η αφόρητη ζέστη κατά τη διάρκεια μιας κηδείας; Μα φυσικά έναν χειμαρρώδη λόγο, την καταβύθιση σε πικρές αναμνήσεις και έναν παροξυσμό αντιδράσεων! Αισθάνομαι πολύ τυχερή που μου δόθηκε η ευκαιρία να παρακολουθήσω ένα έργο γραμμένο από γυναίκα για γυναίκες και όχι μόνο. Ένα έργο, καταιγιστικός μονόλογος, που αγγίζει όλα τα σημεία που συνθέτουν την γυναικεία ψυχοσύνθεση. Ένα έργο που εκτός από τον δυνατό και ρέοντα λόγο, στηρίζεται σε τρεις εξαιρετικές ερμηνείες των Ιφιγένειας Καραμήτρου, Τζίνης Παπαδοπούλου και Ελένης Φίλιππα κάτω από τη σκηνοθετική καθοδήγηση της Άννας Χατζηφοφιά. Αν αναφέρω τους συντελεστές είναι γιατί θεωρώ πως ανέδειξαν όλα τα δυνατά σημεία του έργου και μας καθήλωσαν!
Η υπόθεση ξεκινά από τον επίλογο, ο οποίος συνδέεται με την κηδεία του εραστή- κακοποιητή και που δίνει το έναυσμα στην ηρωίδα να μιλήσει για την πραγματική της ιστορία. Το έργο εξάλλου είναι αυτοβιογραφικό και συνιστά μια κατάθεση ψυχής και μιαν απόπειρα απολύτρωσης. Η αφήγηση ξετυλίγεται όπως ξετυλίγεται το άλυκο κουβάρι των αναμνήσεων που οι τρεις πρωταγωνίστριες κρατάν κυριολεκτικά στα χέρια τους.
Η ηρωίδα αφηγείται την πορεία δυο γεγονότων που σημάδεψαν και καθορίζουν τη ζωή της: τη διετή και καταλυτική σχέση της με έναν κακοποιητικό άνθρωπο και την ασθένεια που την έχει πλήξει. Στην πρώτη περίπτωση πρόκειται για μιαν αγάπη κτητική και εγωιστική. Μονόπλευρος έρωτας από την πλευρά της ηρωίδας, ναρκισσιστικός έρωτας από την πλευρά του εραστή. Γόνος ευκατάστατης οικογένειας που είχε μάθει να παίρνει ότι ποθούσε και να είναι το κέντρο του ενδιαφέροντος. Μια σχέση η οποία, παρόλα τα αρνητικά μηνύματα από τον περίγυρο, συνέχισε να υφίσταται μέχρι την τελική κορύφωση: «Σε πονώ γιατί το θέλεις, θα σε σκοτώσω γιατί σε αγαπώ και δεν μπορώ χωρίς εσένα…».
Λάθος επιλογή? Το κείμενο ξεχειλίζει οργή. Οργή κυρίως εναντίον των πιο αγαπημένων προσώπων –της μαμάς και της γιαγιάς- οι οποίες ποτέ δεν προειδοποιούν ανοιχτά τις κόρες για αυτό το ενδεχόμενο, που σιωπούν, που μιλούν με υπαινιγμούς «να προσέχεις», «η αξιοπρέπειά σου…»… Ίσως γιατί δεν φαντάζονται πως κάτι τέτοιο θα συμβεί στο δικό τους παιδί. Το ίδιο το γεγονός αυτό οδηγεί την ηρωίδα στην κατάθλιψη που φαίνεται να την ακολουθεί συνεχώς. Και τότε εμφανίζεται το δεύτερο θηρίο που απειλεί τη ζωή της. Η σκλήρυνση κατά πλάκας που κοροϊδευτικά η ίδια επονομάζει «Καζαμπλάνκα». Και εδώ βλέπουμε το οξύμωρο της κατάστασης. Η αρρώστια αυτή που οδηγεί μαθηματικά στο θάνατο αποκτά ένα νέο όνομα και μέσα από αυτό το όνομα γίνεται ο καθημερινός της σύντροφος που προκαλεί παράπλευρες ζημίες, υποβιβάζεται, γελοιοποιείται, γιατί όπως σε όλες οι ασθένειες, βαθειά μέσα υπάρχει η ελπίδα της ίασης. Πρόσωπα κλειδιά στην υπόθεση η ψυχολόγος η οποία τη βοηθά και την παροτρύνει να μιλήσει, όπως πρέπει να κάνει κάθε γυναίκα που υφίσταται βίαιη συμπεριφορά, αλλά και οι μητέρα και γιαγιά, παρουσίες απούσες από το χώρο της σκηνής, αλλά βαθειά καταλυτικές.
Και εδώ τίθεται το ερώτημα; Τι πονάει περισσότερο; Το σωματικό ή το ψυχολογικό τραύμα; Τι αφήνει πιο βαθιές και ανεπούλωτες πληγές: Ο βιασμός ή η ανίατη ασθένεια; Ένα έργο που αρχίζει από τον επίλογο και τελειώνει στον πρόλογο θέτοντας το παραπάνω ερώτημα. Εξαιρετικές ερμηνείες που καθηλώνουν τους θεατές, λιτό και λειτουργικό σκηνικό, έντονα συναισθήματα που ποικίλουν από το μειδίαμα μέχρι τη συγκίνηση και την αγνάκτηση! Τρεις γυναίκες σε μια αφήγηση ζωής, μια ζωή που επιβλήθηκε, ένα πεπρωμένο από το οποίο αγωνίζονται να ξεφύγουν…
Μαρία Κουμαριανού,20/1/2025
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου