Κατά πόσο μιλάμε ουσιαστικά με τα παιδιά μας; Εάν δεν προσέχετε, μπορεί να μην αντιληφθείτε την έλλειψη βαθύτερων συζητήσεων. Μπορεί ωστόσο να έρθετε αντιμέτωποι με τις συνέπειες. Οι φοιτητές, όπως έδειξε μια εκτεταμένη έρευνα σε περισσότερους από 14.000 συμμετέχοντες για διάστημα μεγαλύτερο των 30 ετών, επιδεικνύουν λιγότερη ενσυναίσθηση και λιγότερη σύνδεση με την κοινότητα από ό,τι οι προηγούμενες γενιές, με τη μεγαλύτερη πτώση να παρατηρείται μετά το 2000.
Πολλά παιδιά, ακόμα και νεαρά σε ηλικία, φοβούνται το πνευματικό ρίσκο που οδηγεί στη δημιουργική σκέψη. Στο πέρασμα των ετών, έχω γνωρίσει παιδιά που δυσκολεύονται με τον καταιγισμό ιδεών (brainstorming) ή τη συνεργασία, επειδή επικεντρώνονται υπερβολικά στο να φανούν καλύτεροι απ’ όλους. Έχω δει παιδιά που δυσκολεύονται να κατανοήσουν τα συναισθήματα των φίλων τους και δεν ρισκάρουν γιατί φοβούνται πάρα πολύ μήπως κάνουν λάθη. Έχω ακούσει παιδιά να απαντούν «Δεν μπορώ. Δεν θέλω να κάνω λάθος», όταν τους ζήτησα να μαντέψουν ή να υπολογίσουν κάτι. Πολλά από αυτά τα παιδιά δυσκολεύονται επίσης να διδαχθούν από άλλους.
Όταν αντιλαμβάνονται τη μάθηση ως έναν αγώνα για την εξεύρεση απαντήσεων, οι συζητήσεις τους μετατρέπονται σε ερωτήσεις για το ποιος είναι καλύτερος. Τείνουν να εστιάζουν στο πόσο καλά αποδίδουν σε σύγκριση με αυτούς που βρίσκονται κοντά τους. Εάν δεν επιτύχουν με την πρώτη, συχνά διστάζουν να επιμείνουν, να σκεφτούν τι συνέβη ή να δοκιμάσουν ξανά.
Εν μέρει, για αυτό φταίει ο κόσμος μέσα στον οποίο μεγαλώνουν. Ζούμε σε μια κοινωνία που προτιμά τη φλυαρία έναντι της ουσίας, τις γρήγορες ενημερώσεις έναντι της λεπτομερούς ανάλυσης, σε μια κοινωνία που επικεντρώνεται σε όσα επιτεύγματα ορίζονται με έναν κοντόφθαλμο τρόπο. Όμως αυτό μας αφήνει σε μια γλωσσική έρημο όπου διαθέτουμε περισσότερες λέξεις από ποτέ αλλά λιγότερα πράγματα που να μας φέρνουν πιο κοντά, να μας ευχαριστούν και να μας ικανοποιούν. |
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου