Roberto Zucco του Bernard-Marie Koltès
Θέατρο ΠΛΥΦΑ, σκηνοθ. Μιχάλης Σιώνας
Δεν νομίζω να έχω δει άλλο έργο στο οποίο να αποτυπώνεται τόσο ανάγλυφα η παθογένεια μιας κοινωνίας χωρίς διέξοδο, η αδυναμία του Προσώπου να αποδεχτεί τόσο την ύπαρξή του όσο και τη σχέση του με τους γύρω του. Ούτε μου έρχεται στο νου άλλο έργο όπου η ανάγκη να γίνει κάποιος «ορατός» τον ωθεί στο κατά συρροή έγκλημα…
Ο Ρομπέρτο Τσούκο είναι ένα διαχρονικό έργο του οποίου η αξία πηγάζει από μια εγγενή δυσκολία συνύπαρξης με τον Εαυτόν και τον Άλλον που φέρνει το άτομο σε μια σφοδρή σύγκρουση με τις κυρίαρχες κοινωνικές αξίες, τονίζοντας την εξέγερση ενάντια στην καθεστηκυία τάξη πραγμάτων, την επιλογή της περιθωριοποίησης, την εξερεύνηση της διαφορετικότητας. Όλα αυτά μεταφέρονται μέσα από τη βία που γίνεται πιο ζωντανή με την θεατρική αναπαράσταση. Το έργο εμπνέεται από πραγματικά γεγονότα της ζωής ενός νεαρού Ιταλού, του Roberto Succo, ο οποίος δολοφόνησε τον πατέρα και τη μητέρα του καθώς και αρκετούς άλλους ανθρώπους στη Γαλλία, συμπεριλαμβανομένων δύο αστυνομικών, μεταξύ 1987 και 1988. Ο συγγραφέας φαίνεται γοητευμένος από το « αγγελικό» πρόσωπο αυτού του νεαρού Ιταλού, ο οποίος σε διάφορες περιστάσεις θα πει πως «είναι ένα καλό και έξυπνο παιδί».
Η πλοκή ξεκινά την απόπειρα απόδρασης του Σούκο από τη φυλακή όπου κλείστηκε για το φόνο του πατέρα του, και είναι και το καταληκτικό σημείο του έργου. Το υπόλοιπο έργο εξελίσσεται στην πόλη όπου ζει ο Τσούκο, και στην περιοχή «μικρό Σικάγο», τη συνοικία με τα κόκκινα φανάρια.
Κατά τη διάρκεια της απόδρασής του, ο Τσούκο δολοφονεί τη μητέρα του, βιάζει ένα κορίτσι, σκοτώνει έναν αστυνομικό, κρατά όμηρους μια γυναίκα και το παιδί της, το οποίο στη συνέχεια πυροβολεί και σκοτώνει. Όλο αυτό το δράμα εξελίσσεται σε περίπου δεκαπέντε σκηνές που ακολουθούν μια χρονολογική σειρά. Πριν από την κάθε σκηνή ανακοινώνεται ο τίτλος, ο χώρος δράσης και τα πρόσωπα. Η διάταξη μοιάζει με κινηματογραφικό σενάριο, με τους ηθοποιούς να εναλλάσσονται στους διάφορους ρόλους.
Το κείμενο χρησιμοποιεί περισσότερους από τριάντα χαρακτήρες που προσδιορίζονται μόνο από έναν γενικό όρο (το μικρό κορίτσι, το παιδί, η αδερφή, η κυρία, κ.λπ.). Ο Τσούκο παραμένει ο μόνος που έχει ένα ολόκληρο όνομα.
Ωστόσο, παρά τα λεγόμενά του, ο Ρομπέρτο Τσούκο δεν θέλει να τον προσέξουν. Θα προτιμούσε να γίνει «διάφανος και αόρατος». Οι σκέψεις του όμως συχνά αποδεικνύονται σε αντίθεση με τις πράξεις του, και σαν την προσωπικότητά του χαρακτηρίζονται από μια διάσταση και διάσπαση. Πρόκειται για ένα μοναχικό και απομονωμένο άτομο, που δεν έχει αφομοιωθεί από την κοινωνία και δεν έχει αφομοιώσει την ηθική της. Το έργο πλέκεται γύρω από αυτή την άρνηση να ταυτιστεί, να ενσωματωθεί, να εμπλακεί ως μέλος της κοινωνίας. Ο συγγραφέας δεν επιδιώκει να δικαιολογήσει τη στάση του χαρακτήρα του. Και πρέπει να σημειωθεί ότι δίνονται ελάχιστες πληροφορίες για το παρελθόν του, ώστε να είναι δύσκολο, αν όχι αδύνατο, να εντοπιστούν τα γεγονότα εκείνα στην προσωπική του ιστορία που διαμόρφωσαν την ψυχολογική δομή της προσωπικότητάς του. Η ερμηνεία λοιπόν των κινήτρων του δολοφόνου ανήκει στον θεατή. Για το σκοπό αυτό, είναι δυνατόν να δούμε στη διαδοχή των εγκλημάτων του, ιδίως τις δολοφονίες της μητέρας του και του παιδιού και το βιασμό του μικρού κοριτσιού τη συμβολική διαδικασία που θα τον οδηγήσει στο τέλος του: κόβει τους δεσμούς με τις ρίζες του (στραγγαλισμός της μητέρας του ), με την κοινωνία και την κατεστημένη τάξη (φόνος αστυνομικού), και με την αναπαράσταση του εαυτού του, τη δική του εικόνα, (φόνος παιδιού).
Ο πλούτος του έργου είναι πως γύρω από τον πρωταγωνιστή αναπτύσσονται δευτερεύοντες χαρακτήρες που συνεισφέρουν στην καταγραφή μιας κοινωνίας σε κρίση. Ο καθένας τους καλείται να αμφισβητήσει την αντίληψή του για τον κόσμο και την προσωπική του ταύτιση σε σχέση με τον ρόλο που έχει κληθεί να παίξει μέχρι τώρα στη ζωή του. Το έναυσμα για αυτήν την αμφισβήτηση προέρχεται λίγο ως πολύ από την αλληλεπίδρασή των ίδιων των χαρακτήρων με τον Ρομπέρτο Τσούκο.
Για παράδειγμα οι δυο φρουροί, μπροστά στα μάτια των οποίων αποδρά ο Τσουκο. Μιλούν μεταξύ τους αμφισβητώντας όχι μόνο την ιδέα απόδρασης αλλά και την ίδια την πραγμάτωσή της. Ο ένας φρουρός έχει την εντύπωση και επομένως την ιδέα ότι ακούει κάτι, ενώ ο άλλος φρουρός δεν ακούει τίποτα γιατί, σύμφωνα με τον συνάδελφό του, δεν μπορεί να συλλάβει την ιδέα ότι κάτι θα μπορούσε να ακουστεί, αφού κατά τη γνώμη του μιαν απόδραση είναι παντελώς αδύνατη από τη συγκεκριμένη φυλακή. Επομένως, ο συγγραφέας κάνει την ιδέα απαραίτητη προϋπόθεση για την αντίληψη και στη συνέχεια για την υλοποίησή της. Από εκεί προέρχεται και η δυσκολία να ξεχωρίσει κανείς την ψευδαίσθηση από την πραγματικότητα.
Στη συνέχεια ο Koltès θέτει υπό αμφισβήτηση ολόκληρο το θέμα της ταυτότητας. Η ταυτότητα ενός ατόμου προέρχεται από τις σκέψεις του, από την ιδέα που έχει για τον εαυτό του και την οποία υλοποιεί μέσα από τις ενέργειες που κάνει. Για την κατασκευή των χαρακτήρων στο έργο του, ο Koltès χρησιμοποιεί λοιπόν τις τρεις έννοιες: της ιδέας της ταύτισης, της πραγματικότητας καθώς και τους δεσμούς τους με το άτομο. Όταν ο Τσούκο πηγαίνει στο σπίτι της μητέρας του για να μαζέψει τα στρατιωτικά του ρούχα, εκείνη ταραγμένη, παραδέχεται ότι δεν αντέχει πλέον την ιδέα ή την πραγματικότητα να είναι μητέρα ενός γιου που σκότωσε τον πατέρα του. Ο Ζούκο την στραγγαλίζει πριν φύγει. Σκοτώνοντας τη μητέρα του, υλοποιεί την ιδέα που είχε εκείνη γι’αυτόν.
Στην επόμενη σκηνή η στιχομυθία ανάμεσα σε μια νεαρή κοπέλα και στον μεγάλο αδερφό της μας αποκαλύπτει πως ο Τσούκο της βίασε. Παρόλο που δεν γνωρίζει το παρελθόν του, κατάφερε με κόπο να τον κάνει να ομολογήσει το όνομά του. Για το κορίτσι, αυτό το γεγονός θα αλλάξει όλη της τη ζωή. Από εκείνη τη στιγμή διεκδικεί από τον αδελφό και προστάτη της την ελευθερία της ως γυναίκα. Θα κάνει τα πάντα για να ξαναβρεί τον Τσούκο. Θα πάει στους οίκους ανοχής που αυτός σύχναζε και στη συνέχεια στο αστυνομικό τμήμα για να τον καταγγείλει. Η καταγγελία γίνεται ένα μέσο για την ανεύρεση του.
Ο βιασμός του κοριτσιού ανατρέπει και τους ρόλους της μεγάλης αδερφής και του μεγάλου αδερφού. Αρχικά, ο ρόλος των προστατών που έχουν ανατεθεί στον αδερφό και την αδερφή του κοριτσιού φαίνεται να αποτελεί το σημείο αναφοράς της ίδιας τους της ύπαρξης. Όταν το κορίτσι ομολογεί τη διακόρευσή της και την επιθυμία της να βρει τον Zucco, η μεγάλη αδερφή θα νιώσει τον κόσμο της να καταρρέει. Η ταυτότητα της μεγάλης αδελφής βασίστηκε στην ιδέα του ρόλου της ως προστάτιδας. Καθώς η πραγματικότητά της μεταμορφώνεται, η ίδια δεν μπορεί να προσαρμοστεί σε αυτήν την αλλαγή. Η ιδέα του εαυτού της επηρεάζει την πραγματικότητά της. Το ίδιο γεγονός έχει μολαταύτα το αντίθετο αποτέλεσμα για τον μεγάλο αδερφό, είναι μια απελευθέρωση. Ο ρόλος του προστάτη που είχε αναλάβει ήταν γι’αυτόν ένα τεράστιο βάρος, κι ας τον εκτελούσε με πεποίθηση. Η μικρή του αδερφή είναι πλέον ελεύθερη να κάνει ό,τι θέλει. Το γεγονός ότι ο ρόλος του δεν είναι πλέον απαραίτητος του δίνει μια νέα πραγματικότητα. Σύντομα γίνεται ενός άλλου είδους «προστάτης» για τη μικρή αδερφή: την εκδίδει και κερδίζει χρήματα από αυτό. Κατά τη διάρκεια της απόδρασής του, ο Ζούκο σκοτώνει έναν επιθεωρητή της αστυνομίας και βρίσκει προσωρινό καταφύγιο για μια νύχτα σε έναν σταθμό του μετρό. Συναντά έναν ηλικιωμένο που χάθηκε στους διαδρόμους και μένει κλεισμένος στο μετρό. Αυτός ο ηλικιωμένος είναι προβληματισμένος με το περιστατικό που του συνέβη. Ένας φόβος τον κυνηγά, αυτός του να μην μπορεί να αποκαταστήσει τη ρουτίνα της ζωής του μετά από αυτή την άγρυπνη νύχτα. Ο γέρος αντιλαμβάνεται την ευθραυστότητα της συγκράτησής του στην πραγματικότητα. Στη μεταξύ τους στιχομυθία, ο Zucco ότι ορίζει τον εαυτό του ως ένα «φυσιολογικό και λογικό αγόρι».
Μετά από λογομαχία σε ένα μπαρ, ο Zucco βρίσκεται σε έναν δημόσιο κήπο. Μια κομψή κυρία τον καλεί να καθίσει δίπλα της στον πάγκο. Γρήγορα, ο Ζούκο απειλεί τη γυναίκα και τον γιο της, με ένα όπλο στον λαιμό της, ώστε να του δώσει τα κλειδιά του αυτοκινήτου της. Αρνείται να του τα δώσει πίσω. Αυτή η κατάσταση πυροδοτεί μέσα της μια εξέγερση ενάντια στην εικόνα του εαυτού της που προβάλλουν οι κοντινοί της άνθρωποι: αυτή μιας ηλίθιας. Μέσω αυτού του χαρακτήρα, ο Koltès αντιμετωπίζει την έννοια της ταυτότητας που παράγεται από τη γνώμη των άλλων. Η ιδέα που έχουμε για τον εαυτό μας στην πραγματικότητα έρχεται αντιμέτωπη με την εικόνα του εαυτού μας που προέρχεται από τους άλλους. Ο Zucco σκοτώνει το παιδί της μπροστά στους θεατές που απαθανατίζουν την σκηνή στα κινητά τους. Είναι η στιγμή που αρχίζει και γίνεται κοινωνικά ορατός.
Πίσω στη φυλακή, ο Zucco σύντομα δραπετεύει ξανά από την ταράτσα. Αυτή η φορά όμως θα είναι η τελευταία. Στην προσπάθειά του θα πέσει και θα αυτοκτονήσει, μια νύξη στον μύθο του Ίκαρου. Άραγε ο Roberto Zucco είχε μόνο έναν στόχο, αυτόν να αποκοπεί από όλα όσα τον καθόριζαν, από την κοινωνία, από τον πατέρα του, από τη μητέρα του, να επιστρέψει στην ουσία της ζωής και να αναγεννηθεί, να αποκτήσει μια νέα ταυτότητα μέσω του θανάτου;
Ένα έργο σκληρό και καθηλωτικό που μιλά για την διυποκειμενικότητα: ΕΓΩ είμαι οι άλλοι…
Εξαιρετικοί ηθοποιοί σε αυτήν την καταιγιστική εναλλαγή ρόλων που στην ουσία δείχνουν πως ο καθένας από εμάς εξυφαίνει την ταυτότητά του από τη γέννησή του μέσα από τις αλληλεπιδράσεις μας με έναν κόσμο γεμάτο υποκείμενα... Την ταυτότητα που δίνει νόημα στην ύπαρξη και που μας οδηγεί να αμφισβητήσουμε τις ιδέες μας για τη ζωή και τον θάνατο.
Μαρία Κουμαριανού,9/11/2024
«Roberto Zucco»
Μπερνάρ-Μαρί Κολτές
σκηνοθεσία Μιχάλη Σιώνα
ΠΛΥΦΑ
Πρεμιέρα 9 Νοεμβρίου
Για 8 παραστάσεις
Το εμβληματικό έργο του Μπερνάρ-Μαρί Κολτές «Roberto Zucco» έρχεται σε σκηνοθεσία Μιχάλη Σιώνα, στο ΠΛΥΦΑ, σε παραγωγή της Εταιρείας Θεάτρου MONKS. Μετά από έναν κύκλο πετυχημένων παραστάσεων στη Θεσσαλονίκη.
Λίγα λόγια για την υπόθεση:
«Δεν είναι η πρώτη φορά που εμπνέομαι από αυτό που ονομάζουμε γεγονός του αστυνομικού δελτίου, όμως αυτό εδώ δεν είναι τέτοιο γεγονός».
Ορμώμενος από την πραγματική ιστορία του νεαρού Roberto Succo, ο οποίος μέχρι τα εικοσιπέντε του χρόνια είχε προλάβει να σκοτώσει τους γονείς του και να επιδοθεί σε σειρά ομηριών και φόνων, διατηρώντας άγνωστο – ίσως και μυστήριο – το πραγματικό του κίνητρο, ο Κολτές συνθέτει ένα αστυνομικό και ψυχολογικό θρίλερ που έχει συχνά το ένα πόδι βουτηγμένο στη μαύρη κωμωδία.
Ο Zucco αποδρά από τη φυλακή και μας φέρνει αντιμέτωπους με τις παθογένειες και τις αντιθέσεις του σύγχρονου δυτικού κόσμου, τη βία που κυριαρχεί σε σπίτια, πλατείες,πάρκα, αστυνομευόμενες συγκεντρώσεις, περιθωριακά γκέτο και γήπεδα.
Πέντε ηθοποιοί και ένας μουσικός επί σκηνής συνθέτουν ένα δυστοπικό σκηνικό και αποτυπώνουν το φαύλο κύκλο της επιθετικότητας, της έλλειψης προοπτικής των νέων αλλά και της αμφισβήτησης των παραδοσιακών θεσμών μας: της οικογένειας, της κοινωνίας, της πολιτικής και της αστυνομίας.
Σκηνοθετικό σημείωμα:
Ορμώμενος από την πραγματική ιστορία του νεαρού Roberto Succo, ο οποίος μέχρι τα εικοσιπέντε του χρόνια είχε προλάβει να σκοτώσει τους γονείς του και να επιδοθεί σε σειρά ομηριών και φόνων, διατηρώντας άγνωστο – ίσως και μυστήριο – το πραγματικό του κίνητρο, ο Bernard-Marie Koltes συνθέτει ένα αστυνομικό και ψυχολογικό θρίλερ που έχει συχνά το ένα πόδι βουτηγμένο στη μαύρη κωμωδία.
Ο Zucco αποδρά από τη φυλακή και μας φέρνει αντιμέτωπους με τις παθογένειες και τις αντιθέσεις του σύγχρονου δυτικού κόσμου, τη βία που κυριαρχεί σε σπίτια, πλατείες, πάρκα, αστυνούμενες συγκεντρώσεις, περιθωριακά γκέτο και γήπεδα.
Πέντε ηθοποιοί και ένας μουσικός επί σκηνής συνθέτουν ένα δυστοπικό σκηνικό και αποτυπώνουν το φαύλο κύκλο της επιθετικότητας, της έλλειψης προοπτικής των νέων αλλά και της αμφισβήτησης των παραδοσιακών θεσμών μας: της οικογένειας, της κοινωνίας, της πολιτικής και της αστυνομίας.
Μιχάλης Σιώνας
Συντελεστές
Μετάφραση: Δημήτρης Δημητριάδης
Σκηνοθεσία: Μιχάλης Σιώνας
Σκηνογραφία/Ενδυματολογία: Νίκη Αγγελίδου
Μουσική: Θανάσης Παναγιωτόπουλος, Μιχάλης Σιώνας
Φωτισμοί: Γιώργος Μιχαλάκος
Υπεύθυνη επικοινωνίας: Γιώτα Δημητριάδη
Υπεύθυνη social media: Ανθούλα Αηδώνη
Φωτογραφίες: Χρήστος Κυριαζίδης
Σχεδιασμός αφίσας: Χάρης Θώμος
Επί σκηνής: Δημήτρης Γαλανάκης, Μυρσίνη Καρματζόγλου, Γιάννης Μαυρόπουλος, Βικτώρια Παπαδοπούλου – Σισκοπούλου, Τάρικ Φλάιτι
Μουσικός επί σκηνής: Δημήτρης Καπετάνιος
Παραγωγή: Εταιρεία Θεάτρου MONKS
Πληροφορίες παράστασης:
Roberto Zucco, του Bernard-Marie Koltes
ΠΛΥΦΑ, Κορυτσάς 39, Βοτανικός
7-29 Νοεμβρίου, κάθε Πέμπτη & Παρασκευή στις 21.00
Προπώληση: https://www.more.com/theater/robertozucco-plyfa/
Εισιτήρια: 18 ευρώ (κανονικό), 15 ευρώ (φοιτητικό, ΑμεΑ, ανέργων, πολυτέκνων, ομαδικό άνω των 8 ατόμων)
Τιμή προπώλησης (Early bird): 15 ευρώ, έως τις 30 Οκτωβρίου
Διάρκεια: 100 λεπτά
Κατάλληλο άνω των 12 ετών
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου