Στη ζωγραφική μπήκα από πολύ μικρός και ήμουν αυτοδίδακτος.
Θυμάμαι ακόμη τον λιθογράφο πατέρα μου, που έφερνε από το εργοστάσιο όπου δούλευε μεγάλες λευκές κόλες 100 x 80 εκατοστά και αργά το βράδυ τις άπλωνε στο τραπέζι της κουζίνας και σχεδίαζε καραβάκια, παπάδες, αγίους, Χριστούς εσταυρωμένους… Θα μουν δε θα μουν 4-5 χρονών, όταν με παραίνεσή του άρχισα να παίρνω κι εγώ το μολύβι για να σχεδιάσω. Σε λίγο καιρό ανταγωνιζόμασταν στο σκίτσο και η κόλλα ολόκληρη γέμιζε αυθόρμητα ζωγραφιές κι απ’ τις δυο μεριές: σπιτάκια, εκκλησούλες, καραβάκια, πρόσωπα, παιδάκια, παπάδες, αγίους και πολλούς, μα πολλούς, Χριστούς, συνήθως σταυρωμένους. Έπειτα στο σχολείο, στο μάθημα της ιχνογραφίας, τα κατάφερνα πολύ καλά, ξεχωρίζοντας στην τάξη. Ζωγράφιζα πλέον με ταπεινές νερομπογιές πάνω σε κόντρα πλακέ της εποχής. Τότε ο θείος μου Παναγιώτης,
ο μικρότερος αδελφός του πατέρα μου, έσκυψε με αγάπη και ενδιαφέρον πάνω στα πρώιμα σχεδιάσματά μου, μου χάρισε καλές νερομπογιές (Talens) ζητώντας μου να προσπαθήσω να φτιάξω έργα με τέμπερα. Άρχισα να ζωγραφίζω σε χοντρά χαρτόνια υδατογραφίες. Θυμάμαι στην Τέταρτη τάξη ήρθε η χούντα. Άρχισαν τα στρατιωτικά εμβατήρια, οι παιάνες και τα εθνικά άσματα, οι καθημερινές συγκεντρώσεις των μαθητών για την έπαρση και την υποστολή της σημαίας, η καθαρεύουσα και τα υπόλοιπα που ήταν δεινότερα.
Τα κατάφερνα, φαίνεται, και στα γράμματα, ήμουν λέγανε καλός μαθητής,
συχνά κορυφαίος, κι όταν το 1970-71 ξεκίνησαν οι γιορτές των 150 χρόνων της Επανάστασης του 1821, ήμουν πλέον στην Έκτη τάξη του Δημοτικού όπου διδασκόμασταν της ιστορία της νεότερης Ελλάδας με το 1821 βασικό κορμό του μαθήματος. Τότε, επηρεασμένος από τα Αναγνωστικά, τα βιβλία της Ιστορίας, τις προσωπογραφίες των αγωνιστών που ήταν αναρτημένες στη σχολική αίθουσα, τις παιδικές θεατρικές παραστάσεις αλλά κι από τον περίγυρο και το κλίμα της εποχής (πορτραίτα των αγωνιστών παντού: στο Εθνικό Ιστορικό Μουσείο, σε παιδικά περιοδικά και εγκυκλοπαίδειες, σε χαρτάκια από σοκολάτες και τσίχλες, σε σπίρτα κ.α.) σκέφθηκα να φτιάξω προσωπογραφίες των διακεκριμένων αγωνιστών του ’21, αντιγράφοντας βασικά σχέδια καταξιωμένων Ελλήνων καλλιτεχνών, όπως του Τάσσου, του Γραμματόπουλου κ.ά. Έτσι, καταπιάστηκα με αυτό το έργο στον ελεύθερο χρόνο μου μέχρι τα πρώτα χρόνια μου στο Γυμνάσιο και έκτοτε μου έγινε πάθος η Ιστορία σε όλη μου τη ζωή. Πολύ αργότερα έμαθα ότι οι αρχικές εικόνες που είχαν εμπνεύσει και τους Έλληνες ζωγράφους, οι οποίοι σχεδίασαν τα σκίτσα που χρησιμοποίησα ως πρωτότυπα, ήταν από σχέδια και πορτραίτα κυρίως ξένων Φιλελλήνων ρομαντικών καλλιτεχνών, όπως του Ιταλού Giovanni Boggi (1825), του Δανού A. Friedel (1827) και του Βαυαρού Karl Krazeisen (1828-31), ή πίνακες Ελλήνων προσωπογράφων καλλιτεχνών, όπως οι Δ. Τσόκος, Γ. Μαργαρίτης, Γ. Δράκος, Σ. Προσαλέντης κ.ά. Ζήσιμος Χ. Συνοδινός
|
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου